Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Σκοινάκι

Πριν από χρόνια σε μια παρέα –παρέα άλλων εποχών κι άλλων διαθέσεων, μα αυτό είναι άλλο ζήτημα– έγινα μάρτυρας, θυμάμαι, ενός ξεχωριστού καυγά. Στη σύνθεση της παρέας κυριαρχούσαν άνθρωποι που κινούνταν στο χώρο του κινηματογράφου, γεγονός που με ενοχλούσε κάπως, καθότι όποιος τους έχει συναστραφεί γνωρίζει πως οι διαπρύσιοι σινεφίλ έχουν τη φρικτή συνήθεια να αντιστοιχούν κάθε περιστατικό της ζωής με μια σκηνή από ταινία, έτσι που ακόμη κι αν απλώς έχει μουδιάσει το πόδι σου και σηκωθείς από την καρέκλα κουτσαίνοντας λιγάκι, κάποιος θα σου πει, έστω κι αν είσαι 120 κιλά και γενειοφόρος, πως του θυμίζεις την Πάιπερ Λόρι στο Hustler. Από τις ευάριθμες εξαιρέσεις στον κανόνα των κινηματογραφικών παραγόντων ήταν ένας συνταξιούχος δικηγόρος, το πάλαι ποτέ ειδικευμένος σε υποθέσεις της εκκλησίας, πότης και καλοφαγάς, θεοσεβούμενος αλλά φοβερός βωμολόχος και φωνακλάς, και συνάμα αθεράπευτα βασιλόφρων.

Τη βραδιά εκείνη, λοιπόν, οι κινηματογραφικοί παράγοντες για μία ακόμη φορά είχαν χαθεί στον συνήθη κατακλυσμό από trivia, όταν ο βασιλόφρων δικηγόρος εξεράγη:
«Λέτε όλοι μαλακίες!» φώναξε. «Αυτά για τα οποία συζητάτε είναι μαλακίες! Δεν είναι σενάρια αυτά. Θέλετε σενάριο; Θα σας πω εγώ σενάριο!»
Καθώς ξεκίνησε να αφηγείται, λίγο λίγο η φωνή του επέστρεψε σε ήπιο τόνο. Και δεν ήμουν ο μόνος που, αν και ξεκίνησε να τον ακούει περισσότερο ως ευπρόσδεκτη ανάπαυλα στην πλήξη, παρασύρθηκε.
«Κοντά στο χωριό μου» είπε «μια φορά κάτι αντάρτες είχαν σκοτώσει έναν αξιωματικό. Ήρθε λοιπόν, λίγες μέρες μετά, μια ομάδα στρατιωτών, μάζεψε καμιά σαρανταριά, τους έβγαλε λίγο έξω από το χωριό, και τους έβαλε να σκάψουν έναν μεγάλο λάκκο. Μετά τους έδεσε ολόγυρα μ’ ένα σκοινί και τους έστησε στο χείλος του λάκκου, έτσι ώστε όποιος πέφτει να τραβήξει μαζί του και τον άλλον, οι σκοτωμένοι με τους μισοζώντανους. Οι στρατιώτες πυροβόλησαν κι έφυγαν.
Όσο γινόταν η προετοιμασία και η εκτέλεση, ένα κορίτσι από το χωριό κρυβόταν λίγο παραπέρα, πίσω από κάτι βράχια. Όταν έφυγαν οι στρατιώτες, κατέβηκε στον λάκκο και, σπρώχνοντας τα πτώματα, σιγά σιγά ξετύλιξε το σκοινί.
Πίσω στο χωριό, ο κεντρικός δρόμος ήταν έρημος και κυριαρχούσε θανατερή ησυχία. Κι ύστερα, ξαφνικά, ακούστηκε ένας ρυθμικός θόρυβος, σαν από βήματα –πατ, πατ, πατ, πατ– κι έπειτα ξανά – πατ, πατ. Δεν ξέρω πόσοι το θυμούνται, πόσοι τολμούσαν να κρυφοκοιτάξουν από τις γρίλιες, πίσω από τα κλειστά πατζούρια, αλλά εγώ δεν θα το ξεχάσω: ένα κορίτσι να πηδάει σκοινάκι, ολομόναχο, στον έρημο δρόμο του χωριού. Το ίδιο κορίτσι. Το ίδιο σκοινί.
«Πώς σας φάνηκε;»
Θυμάμαι, βουβαθήκαμε για αρκετή ώρα.
(Τι μου ήρθε τώρα και τα γράφω αυτά, τι σχέση έχουν με οτιδήποτε; Ίσως καμία. Νομίζω, ωστόσο, ότι η φρίκη είναι πια τόσο ορατή, ο ζόφος τόσο ολοκληρωτικός, που πρέπει κάποιος, κάπου, κάπως, να κάνει κάτι άλλο, να αλλάξει τον τρόπο συζήτησης, να εστιάσει σ’ ένα σημείο όπου δεν κοιτάζουμε, να επιλέξει –ως σινεφίλ μιλώντας, πάντα– ένα νέο σημείο θέασης. Πρέπει να αρπάξουμε αυτά τα μικρά πράγματα, τα θρύψαλα της τραγωδίας, και μ’ αυτά να διεκδικήσουμε χώρους. Πρέπει να θυμηθούμε.)
___
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 24

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου