Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναδημοσιεύσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναδημοσιεύσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Ο μύθος των Χριστουγέννων

Ο μύθος των Χριστουγέννων κρατιέται με τη βία απ’ τα παράθυρα και από τις πόρτες, κρεμασμένος σε πανύψηλα κι αφιλόξενα σύγχρονα σκυθρωπά κτίρια. Τον συντηρούν οι δραστηριότητες της αγοράς, τα συμφέροντα των εμπόρων, οι ανελεύθερες κυβερνήσεις και οι ακόμη πιο ανελεύθερες θρησκευτικές οργανώσεις, τέλος, οι αστοί και οι εργατικοί, πρόσφατοι μετανάστες στην αστική τάξη, που κατ’ ουσίαν κυβερνάν τον κόσμο μας, και που επιθυμούν θρησκευτικές αιτιολογίες και παραδόσεις για διασκέδαση, απόλαυση κι’ αμεριμνησία.

Ούτε για τα παιδιά, δεν έμειναν τα σύμβολα ανέγγιχτα. Κι αυτά ακόμη προσπαθούν να ονειρεύονται μέσα από τις εφιαλτικές ειδικές εκπομπές της τηλεόρασης, κι από ένα σπίτι που τις μέρες αυτές, δεν έχει να προσθέσει κανένα αληθινό αγαθό, ούτε υποδομή για μια γενναία ονειροπόληση -ονειροπόληση ενός κόσμου ιδανικού, που να τον κυβερνάει ο Χριστός και οι Άγιοι του, με αρχηγό τον Αη Βασίλη. Ιδιαίτερα στον τόπο μας, τα Χριστούγεννα γίνανε μέρες συναλλαγής και αυτοϊκανοποίησης. Ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή παράσταση...

Η γέννηση του Χριστού παραμένει πια μια επέτειος άγονη και χωρίς αίσθημα. Και η Αθήνα, σαν καπνιστό τσουκάλι οινομαγειρείου χωρίς φωτιά και θέρμανση, ζεί την αγιότητα των ημερών, σκυθρωπά, άχαρα και κουρασμένα. Οι δρόμοι σκοτεινοί, φαντάζουν απείρως σκοτεινότεροι έτσι καθώς περιέχουν ολοένα και περισσότερο, αναίδεια, αναπηρία και ανανδρία.
Η δυστυχία ολοφάνερη στα μάτια των γερόντων, που φεύγουν κάθε μέρα από κοντά μας θλιμμένοι κι απροστάτευτοι, γνωρίζοντας καλά πια πως γεννήσανε λειψούς ανθρώπους και πολύ χιόνι, που ατέλειωτα θα τους σκεπάζει στους αιώνες. Τα κάλαντα, τα δώρα και οι αγιασμοί, δεν πείθουνε κανένα ότι προσφέρουνε αγάπη και παράδοση. Μόνο τα πρόσωπα μερικών παιδιών και μερικών γριών που περιφέρονται θλιμμένες, είναι ότι διαθέτει ο κόσμος μας, για ν’ αγαπάς τις μέρες τούτες.
Μ.Χ. Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 1978

Η γέννηση του Χριστού και οι αμαρτίες των νεαρών μαθητών όταν παραβιάζουν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας (απόσπασμα). Τα σχόλια του Tρίτου


Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Πώς στρώθηκε ο δρόμος για τον φασισμό


Αν μου ζητούσαν να επιλέξω μια φράση-κλειδί που ακουγόταν πολύ στην Ελλάδα τις προηγούμενες δυο δεκαετίες, δεν θα είχα κανένα ενδοιασμό: «Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική». Ακούστηκε πολλές φορές από χιλιάδες χείλη απλών πολιτών. Μπορεί να την είπες κι εσύ. «Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική». Ακούστηκε, ως απάντηση, από εκατοντάδες «καλλιτέχνες» και ηθοποιούς, όταν ερωτήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια για τα όσα συνέβαιναν στη χώρα μας. Το πίστευαν; Το έλεγαν γιατί ήθελαν να τα έχουν καλά με όλους και να μη χάσουν «πελάτες»; Πάντως, το έλεγαν.
Τις προηγούμενες δεκαετίες, η πολιτική στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο δημοφιλής όσο είναι σήμερα. Αν ξεκινούσες πολιτική συζήτηση, οι άνθρωποι δυσανασχετούσαν. Ήταν «βαρετό».

Κάτι ακόμα που δεν ήταν διόλου δημοφιλές στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες ήταν η γνώση και η πνευματικότητα. Ο χαρακτηρισμός «κουλτουριάρης» σου ερχόταν αμέσως σαν ταμπέλα όχι αν προσπαθούσες να πεις κάτι πολύ βαρύ και ασήκωτο αλλά αν έκανες το λάθος να ξεφύγεις λίγο από το Κλικ, το Nitro, το ποδόσφαιρο και τα τηλεοπτικά κλισέ.

Αν δεν άκουγες Βίσση, Ρέμο, Σφακιανάκη, Ρουβά και Χατζηγιάννη, ήσουν κουλτουριάρης. Κι έτσι φτάσαμε κάποια στιγμή να θεωρούνται κουλτουριάρικα τα λαϊκά τραγούδια του Τσιτσάνη και του Χατζιδάκι.
Μιλώντας με νέους ανθρώπους, συνειδητοποιείς πως δεν έχουν διαβάσει σχεδόν τίποτα. Εντάξει, δεν ήμασταν ποτέ ένας λαός βιβλιολάγνων που δεν άφηναν το βιβλίο από το χέρι αλλά οι παλαιότερες γενιές όλο και κάτι είχαν διαβάσει. Έστω, τους κλασικούς συγγραφείς. Σε κάθε περίπτωση πάντως, δεν κορόιδευαν αυτούς που αγαπούσαν το διάβασμα.

Δεν είναι τυχαία η επιτυχία του «Αλχημιστή» του Πάολο Κοέλιο στη χώρα μας. Αφενός το βιβλίο ήταν μικρό και αφετέρου περιείχε μια φράση που οι Έλληνες αποστήθισαν μαζικά: «Όταν επιθυμείς κάτι, ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις». Πώς; Μόνο με την επιθυμία; Χωρίς κόπο; Χωρίς πόνο; Χωρίς διάβασμα; Χωρίς γνώση; Ό,τι κι αν εννοούσε ο Κοέλιο, οι παθητικοί -και λόγω Ορθοδοξίας- Έλληνες καθησυχάστηκαν, αφέθηκαν στο σύμπαν και το περίμεναν να συνωμοτήσει υπέρ τους. Το σύμπαν δεν συνωμότησε.
Η αδιαφορία για την πολιτική και η απόλυτη αντιπνευματικότητα οδήγησαν στην χρεοκοπία. Πρώτα στην κοινωνική, ηθική και πολιτιστική χρεοκοπία και μετά στην οικονομική.

Ακόμα κι αν διαφωνεί κάποιος πως η αδιαφορία της πλειοψηφίας των πολιτών για την πολιτική και η αποστροφή τους για την γνώση οδήγησαν στην οικονομική χρεοκοπία, δεν θα διαφωνήσει στο ότι οι πολίτες καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν την χρεοκοπία με τα πνευματικά εφόδια που απέκτησαν όλα αυτά τα χρόνια. Δηλαδή, με τον Σφακιανάκη, τη Μενεγάκη, τα ζώδια, τους μάγειρες, τις συνταγές και ό,τι άλλο πρόβαλε η ιδιωτική τηλεόραση.
Κοίταξε τα cd που αγόρασες όλα αυτά τα χρόνια, τα βιβλία που διάβασες (αν διάβασες), θυμήσου τις ταινίες, τις θεατρικές παραστάσεις και τις συναυλίες που παρακολούθησες (αν παρακολούθησες), γιατί είναι αυτά τα όπλα με τα οποία θα αντιμετωπίσεις την χρεοκοπία. Αυτός είσαι.

Βέβαια, ένα μεγάλος αριθμός Ελλήνων αντιμετωπίζει την χρεοκοπία με μόνο εφόδιο την αποβλάκωση που του πρόσφερε η ελληνική τηλεόραση. Και συνεχίζει να αποβλακώνεται.

Χρειάζονται εφόδια για να σκεφτείς. Και αυτά τα εφόδια δεν θα τα βρεις στην τηλεόραση.

Η τηλεόραση δεν έχει καμία σχέση με την παιδεία, την γνώση και το πνεύμα. Είναι ένα μέσο που μπορεί κάποιες φορές –και υπό προϋποθέσεις- να είναι ενδιαφέρον και ψυχαγωγικό αλλά στην Ελλάδα δεν συνέβη ούτε αυτό. Η ελληνική τηλεόραση απευθύνεται στα χαμηλά ένστικτα και –με ελάχιστες εξαιρέσεις- είναι ένας σκουπιδοτενεκές, με ξεπουλημένα λαμόγια, χαζογκόμενες, βιζιτούδες και διάφορους άλλους φελλούς.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι οι Έλληνες που σέβονται τον εαυτό τους δεν εμφανίζονται στην τηλεόραση. Ίσως, να δέχτηκαν να εμφανιστούν σε κάποια αξιοπρεπή εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης αλλά μέχρι εκεί.

Το να μην εμφανίζεσαι στην τηλεόραση σημαίνει -μεταξύ άλλων- πως δεν πιστεύεις πως πάνω απ’ όλα είναι το κέρδος. Γιατί η τηλεόραση έχει να κάνει με πολλά χρήματα.

Όλα αυτά τα χρόνια, τα πρόσωπα της ελληνικής τηλεόρασης δεν ενδιαφέρονταν, βέβαια, για την πολιτική. Ήταν εθνικοί σταρ, οπότε ανήκαν σε όλους τους Έλληνες και δεν έπαιρναν ποτέ θέση για τίποτα. Επίσης, τα πρόσωπα της τηλεόρασης –τουλάχιστον αυτά που κυριάρχησαν- είναι βαριά αμόρφωτα.
Σε μια χώρα που μεγάλο μέρος των πολιτών δεν ενδιαφέρονταν για την πολιτική και την γνώση -και η «εκπαίδευσή» τους ήταν τηλεοπτική-, δεν θα πρέπει να κάνει σε κανέναν εντύπωση το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή εκφράζει σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες μας.

Αν δεν σε ενδιέφερε ποτέ η πολιτική και, παράλληλα, έχεις την εντύπωση πως ο Καζαντζάκης είναι ποδοσφαιριστής, είναι απόλυτα λογικό –όταν χρειαστεί- να εκφραστείς πολιτικά με το απόλυτο σκοτάδι, τον φασισμό, τους ψευτοτσαμπουκάδες, τις μαγκιές, τις κλωτσιές, τα ουρλιαχτά και όλη αυτήν την κτηνωδία που εκπροσωπεί η Χρυσή Αυγή. Το κτήνος το εκφράζουν τα κτήνη.

Φυσικά, δεν είναι καθόλου τυχαία η συμπάθεια των τηλεοπτικών προσώπων για τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής. Μαζί τους αισθάνονται πολύ άνετα, αφού πνευματικά βρίσκονται στην ίδια κατάσταση: σε αυτή του χιμπαντζή.

Η Χρυσή Αυγή δεν ήρθε τώρα. Ο νεοναζισμός δεν ήρθε τώρα. Ο φασισμός δεν ήρθε τώρα. Θα έπρεπε να τον είχες διακρίνει στον ναρκισσισμό της Ελένης, στην εγωπάθεια του Σάκη, στη ρηχότητα της Ρούλας και του Γρηγόρη, στον αδίστακτο κυνισμό του Θέμου και στην κτηνώδη βλακεία που κουβαλάνε όλα αυτά τα εγωκεντρικά ανθρωποειδή που θεοποίησαν το εύκολο κέρδος, προώθησαν την ιδιωτεία και πούλησαν τη ψυχή τους στον διάολο.

Κι αν αυτοί έβγαλαν πολλά χρήματα, αυτοί που τους παρακολουθούσαν μαγεμένοι –και τους παρακολουθούν ακόμα αφού είναι πια ανάπηροι πνευματικά- παίρνουν για τρόπαιο τη Χρυσή Αυγή.

Οι πολίτες έχουν χρέος να ασχολούνται με τα κοινά και να ενδιαφέρονται για την πολιτική.

Οι πολίτες έχουν χρέος να φροντίζουν την ψυχή τους και το μυαλό τους, να επιζητούν την γνώση και να αποφεύγουν τα σκουπίδια.
 «Μας πρόδωσαν οι πολιτικοί» λένε οι πολίτες. Ναι, αλλά πολύ πριν, οι πολίτες είχαν προδώσει τους εαυτούς τους. Το πρώτο δεν θα είχε συμβεί, αν δεν είχε συμβεί το δεύτερο.
Ο φασισμός είναι εδώ. Μέσα μας.
(Στη φωτογραφία -με ελληνική φορεσιά- είναι ο Όσκαρ Ουάιλντ. Αν και τα βιβλία του Όσκαρ Ουάιλντ υπάρχουν πια παντού -και στο διαδίκτυο-, εκατομμύρια Έλληνες στη διάρκεια της ζωής τους δεν θα διαβάσουν ούτε μια φράση του επειδή το σύμπαν δεν θα συνωμοτήσει.)

Πηγή: pitsirikos.net

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Κοσμοπολίτικος Μπουφές


Wayne Thiebaud, “Pies pies pies”, 1961
Η ελπίδα του ποιητή: να είναι, σαν το τυρί κάποιας κοιλάδας, τοπικός, αλλά να τον εκτιμούν και αλλού. – Γ. Χ. Ώντεν
Όταν πρωτοπήγα στην Αγγλία να σπουδάσω, είχα την τύχη να ξέρω ήδη καλά τη γλώσσα. Έτσι, δεν μου πήρε παραπάνω από έναν-δυο μήνες να αιστανθώ πραγματικά άνετα. Το έφερε κι η τύχη να πιάσω φιλία με τον Μέρβιν, έναν καλούτσικο γλύπτη που αργότερα έγινε εξαιρετικός τατουατζής, καθώς και να ερωτευτώ την κόρη ενός σκωτσέζου αντισυνταγματάρχη, και πολύ γρήγορα όλη μου η ζωή εκτυλισσόταν στα αγγλικά.
Με γοήτευσε η αγγλική γλώσσα, τη βρήκα σπουδαία. Έμαθα ότι όχι μόνο δεν αληθεύουν τα στερεότυπα της «φτώχειας» με τα οποία τη στολίζουν όσοι δεν την ξέρουν, αλλά πως έχει και μια εξαιρετική εκφραστική ακρίβεια. Διάβασα για την ιστορία της και, καθώς ζούσα εκεί, πειραματίστηκα με τους ιδιωματισμούς, τις διαλέκτους και τις προφορές. Μου άρεσε τόσο η αίσθηση πως έκανα δικό μου κάτι με το οποίο δεν είχα μεγαλώσει, ώστε βρήκα ξεκαρδιστική την μητέρα του Μέρβιν όταν πρωτογνωριστήκαμε και είπε στον γιο της: «Συμπαθητικός ο φίλος σου αλλά να μην είχε αυτή τη λαϊκή λονδρέζικη προφορά, από πού είναι;»
Κοντά στη γλώσσα, με γοήτευαν κι οι συμπεριφορές, οι συνήθειες, αυτό που λέμε με την ευρεία έννοια πολιτισμό – δεν εννοώ τον Σέξπιρ αλλά τους συνδυασμούς των σάντουιτς (τυρί με πίκλες), τον τρόπο που κινείται το πλήθος στον υπόγειο, τα εδουαρδιανά σπίτια χωρισμένα σε δεκάδες διαμερίσματα με ατέλειωτες σκάλες, τις εναλλαγές στο Λονδίνο, μια πόλη που δεν είναι παρά εκατοντάδες ενωμένα χωριά. Κι έμαθα να απολαμβάνω. Κατάλαβα πως δεν ήταν αλήθεια ότι «δεν ξέρουν να διασκεδάζουν, να τρώνε, να καλαμπουρίζουν» αλλά πως διασκεδάζουν, τρώνε και καλαμπουρίζουν διαφορετικά, και πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να τα βάλει κανείς όλα σε μια απόλυτη αξιολόγηση – το τσάι με γάλα είναι υπέροχο αν το γευτείς στο πλαίσιό του, το ίδιο και η καστανή πικρή μπύρα νωρίς το απόγευμα, καθώς τινάζεις τα πόδια σου από τη βροχή.
Επτά σχεδόν χρόνια αργότερα, έπρεπε να γυρίσω στην Ελλάδα για να πάω στον στρατό. Η βρετανίδα τότε φίλη μου –διαφορετική, συγχωρείστε με, από την σκωτσέζα– ήταν απαρηγόρητη. Όχι μόνο της ήταν ακατανόητη αυτή η υποχρέωση –κι εγώ είχα δυσκολίες κατανόησης, για άλλους όμως λόγους– αλλά της ήταν ακόμη πιο ακατανόητο το ότι αφορούσε εμένα: «Μα εσύ» μου είπε «είσαι Βρετανός».
«Όχι» της απάντησα. «Δεν είμαι καθόλου Βρετανός, ούτε στο ελάχιστο. Είμαι εντελώς, απόλυτα, ολοκληρωτικά Έλληνας». Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί το να σε γοητεύουν οι γλώσσες και τα σάντουιτς του υπόλοιπου κόσμου –κι είμαι βέβαιος ότι αν είχα ζήσει στη Γαλλία, στη Ρωσία ή στην Ινδία, το ίδιο θα συνέβαινε– πρέπει να σημαίνει ότι δεν είσαι αυτό που είσαι. Ακόμη δεν το καταλαβαίνω.
Δεν είχα, όπως δεν έχω ακόμη, καμία ιδιαίτερη περηφάνια που είμαι Έλληνας. Απλώς είμαι. Οπότε δεν ήταν κάποιο πλήγμα στην συγκεκριμένη εθνική μου ταυτότητα που με ενόχλησε. Ήταν περισσότερο μια λεπτή, αδιόρατη, μάλλον ακούσια αλλά πάντως πολιτισμικά χτισμένη υπόνοια πίσω από αυτό το «μα εσύ είσαι Βρετανός», μια υπόνοια που ψιθυρίζει: είναι καλύτερο να είσαι Βρετανός παρά Έλληνας. Η ίδια υπόνοια, παρεμπιπτόντως, που διακρίνω πια όχι σε Βρετανούς αλλά σε Έλληνες, οι οποίοι γυρνούν στην Ελλάδα και λένε πράγματα όπως: «Μα επιτέλους, ούτε σε μια ουρά δεν μπορούμε να σταθούμε σαν άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα!»
Τα θυμάμαι όλα αυτά όλο το διάστημα που η διαμάχη στη χώρα μας για «Έλληνες και ξένους» φουντώνει. Και σκέφτομαι ότι αυτό που μου φαινόταν αντίθεση ανάμεσα σ’ εμένα, που με διέκρινε, πίστευα, η υγιής εκτίμηση τόσο για τα «δικά μου» όσο και για «του άλλου», και στους συμπατριώτες μου που εσωτερίκευαν σε τέτοιο βαθμό την υπεροχή «του άλλου» ώστε να γυρνούν με διάθεση να διδάξουν πώς στεκόμαστε στις ουρές, δεν ήταν στην πραγματικότητα κανένα βαθύ ρήγμα, παρά μόνο ίσως μια γρατζουνιά, μια επιφανειακή, προσχηματική διαφορά· ελάχιστα πιο βαθιά, είμαστε το ίδιο. Ο λόγος που μου φαινόταν αντίθεση και ρήγμα είναι ότι ξεχνούσα σε πόσο τεράστιο βαθμό εκείνο που μου έμοιαζε τόσο εύκολο, να σταχυολογώ πολιτισμικές εμπειρίες και να βυθίζομαι όσο θέλω στον άλλο –να το πω «κοσμοπολίτικο μπουφέ»;–, διατηρώντας όλη την ώρα μια αβίαστη συνείδηση του τόπου όπου γεννήθηκα, δεν είναι καθόλου εύκολο, δεν είναι καν μια «φυσιολογική» συμπεριφορά, αλλά κάτι που προϋποθέτει σκληρά ταξικά προνόμια: μόρφωση κι ευημερία – και μαζί την (κριτική) απόσταση που δημιουργούν, τη μεγάλη κατάκτηση που συχνά την ερμηνεύουμε λέγοντας πως δεν παρέμεινες όλη σου τη ζωή δέσμιος των συνθηκών σου, αλλά η πραγματικότητά της είναι πως οι συνθήκες σου ήταν από την αρχή πιο ευνοϊκές από ό,τι άλλων – είτε Ελλήνων είτε Βρετανών.
__
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 26

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Τα ΜΜΕ, η πόλωση και οι δύο ελέφαντες στο δωμάτιο


Το επίπεδο της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα είναι αξιοθρήνητο. Κι από τα προνομιακά βήματα εκφοράς δημοσίου λόγου –το Κοινοβούλιο, τα πανεπιστήμια– τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι μάλλον αυτό που επαξίως κερδίζει το στεφάνι του πλέον βορβορώδους. Κι αν μιλώ για τα ΜΜΕ, συγχωρείστε με, μα δεν μιλώ συντεχνιακά. Στ’ αλήθεια το πιστεύω ότι δημοκρατική κοινωνία δίχως έναν ικανοποιητικό βαθμό ποιότητας και ανεξαρτησίας –και τα δυο μαζί– στα ΜΜΕ της δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Η Ελλάδα είναι ακλόνητη απόδειξη γι’ αυτό: η έκπτωση της δημοκρατίας είναι ταυτισμένη με την εξώνηση των ΜΜΕ. Κοντά στ’ άλλα –ίσως και πριν απ’ όλα, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό–, αν είναι να συζητήσουμε για μια επόμενη μέρα όπου η πολιτική εξουσία θα είναι υπόλογη και η δημοκρατία θα διευρύνεται αντί να περιστέλεται, πρέπει να συζητήσουμε και για το πώς θα καλλιεργηθεί ένα υγιές πεδίο ενημέρωσης, ανάλυσης, αναστοχασμού και δημοσίου λόγου.
Όμως προτού βάλουμε κάτω τα όνειρα ή και τα σχέδια, πρέπει να διαπιστώσουμε ότι τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ήταν πάντοτε έτσι. Μακριά από μένα οι δοξολογίες του τάχα εντίμου παρελθόντος, δεν εννοώ ότι δεν έπαιζαν πολιτικά παιχνίδια ούτε ότι δεν διαπλέκονταν με την εξουσία ούτε φυσικά ότι η ποιότητά τους ήταν τέτοια που να αξίζει στ’ αλήθεια εύσημα· εννοώ όμως ότι θυμούνταν αρκετά συχνά πως ήταν, πέρα από οτιδήποτε άλλο, υλικά γι’ ανάγνωση και σκέψη, ότι προσέφεραν και έστω λίγα πράγματα που εξαιρούνταν από τις βλέψεις τους ως επιχειρήσεων, ότι δεν ήταν ακόμη αυτό το άκαμπτο, μονοκόμματο, συμπαγές μέτωπο της καθεστωτικής παπαγαλίας, όπου όλα μαζί –τάχατες άλλα συντηρητικά κι άλλα της Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης– αναπαράγουν μία, απαράλλαχτη κυβερνητική γραμμή, σ΄ ένα διαρκές κήρυγμα πολιτικού και πολιτισμικού κομφορμισμού.
Κι είναι χρήσιμο να το διαπιστώσουμε αυτό διότι φωτίζει την κατάσταση της πόλωσης που έχει διαμορφωθεί – από τη μία αυτοί κι από την άλλη λιγοστά μέσα, κυρίως του διαδικτύου αλλά και λίγα έντυπα, όπως και τούτο το περιοδικό, που προσπαθούν να υπάρχουν ανεξάρτητα, αντεπιτιθέμενα στο βόρβορο κι αποδομώντας κάθε μέρα την καθεστωτική νεογλώσσα. Η πόλωση γεννήθηκε επειδή δεν υπήρχε πια κανένα σημείο εκτόνωσης, η βαρβαρότητα του κυρίαρχου δημοσίου λόγου έγινε τέτοια που όχι ο αντίλογος αλλά ακόμη κι η παραμικρή παρέκκλιση καταδικάστηκε κι εξοβελίστηκε.
Καλώς υπάρχει, λοιπόν, πόλωση. Πρέπει να υπάρξει. Ωστόσο, την πόλωση έχει λόγο να την αποδέχεται κανείς μόνον εφόσον την αντιλαμβάνεται ως την κατάσταση εκείνη που οδηγεί κατ’ ελάχιστον σ’ ένα ξεκαθάρισμα αλλά ευκταίο είναι και σ’ ένα νέο τοπίο. Ένα τοπίο που, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ορίζεται μέχρι στιγμής περισσότερο από το πώς αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν παρά από το πώς αντιλαμβανόμαστε το μέλλον. Κι αυτό επειδή υπάρχουν όχι ένας αλλά δύο ελέφαντες σε τούτο το δωμάτιο, που κάνουμε ότι δεν τους βλέπουμε.
Ο ένας είναι ένας εύλογος αλλά επικίνδυνος φόβος: τη διαπίστωσή μας πως τα κυρίαρχα ΜΜΕ κατέληξαν έτσι επειδή η μέθοδος με την οποία παρέμεναν προσοδοφόρα –μολονότι ως επιχειρήσεις εδώ και χρόνια προβληματικά– ήταν ότι συνέδεσαν την βιωσιμότητά τους με τις υπηρεσίες τους στην πολιτική εξουσία, δεν την φτάνουμε ως τη λογική της απόληξη, δηλαδή ως το ερώτημα: Ποιος είναι ο άλλος τρόπος; Έχουμε ψήγματα μιας απάντησης, ενός τρόπου που περιλαμβάνει μια άλλη αντίληψη της δημοσιογραφίας, μια άλλη σχέση με τους αναγνώστες, μια άλλη συγκρότηση του δημοσίου χώρου, μια άλλη διαμόρφωση της «αγοράς», πολλή πολλή δουλειά και πολλή πολλή αβεβαιότητα.
Κι εδώ ερχόμαστε στον δεύτερο ελέφαντα: Τον λένε ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ο γνώριμος τρόπος, αυτός που ενστερνίστηκαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ που τόσο βδελυσσόμαστε πια, είναι ασύγκριτα ευκολότερος. Κι εμάς, τους «απ’ εδώ» της πόλωσης, ήδη στη δημόσια συζήτηση μας ταυτίζουν με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος –μοιραία– ως η μείζων πολιτική δύναμη που υπερασπίζεται τις δημοκρατικές ελευθερίες, κυριαρχεί στον αντικαθεστωτικό λόγο. Ταυτιζόμαστε, για την ώρα, εν μέρει λόγω της προπαγάνδας των απέναντι κι εν μέρει επειδή έχουμε –και σωστά– αρνηθεί να υιοθετήσουμε την επαίσχυντη τακτική των δήθεν «ίσων αποστάσεων». Αν όμως είμαστε, και πάλι, ειλικρινείς, υπάρχουν αυτοί ανάμεσά μας, στην «απ’ εδώ» πλευρά της πόλωσης, που περιμένουν τη λύση στην πρόκληση της βιωσιμότητας και της μακροημέρευσης από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι ακόμη η ώρα γι’ αυτή τη μάχη. Αλλά πλησιάζει. Κι όταν έρθει η ώρα της, αυτή η μάχη θα είναι πιο κρίσιμη από αυτές που μαίνονται τώρα.
___
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 25 (Ιανουάριος 2014)
Πηγή: http://artfullyonsaturday.wordpress.com/

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Η επέλαση των δημοσιολόγων

Ημιμάθεια που όμως περιβάλλεται από έναν αδιευκρίνιστο μανδύα εξειδίκευσης, αδιαφανής χρήση της οπτικής γωνίας και μεταμόρφωσή της σε «κοινή λογική», που είτε τη δέχεσαι ως οπαδός της, είτε ονομάζεσαι αρνητής της, ευχέρεια στο χειρισμό των νέων μέσων, εμπάθεια που μεταμφιέζεται σε πάθος. Αυτές είναι οι βασικές οδηγίες χρήσης του δημοσιολόγου, οι βασικές του λειτουργίες.
Papanikolaou dimosiologoiΣτις αρχές Δεκεμβρίου 2013 η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου κλήθηκε να μιλήσει στο 25ο Πανελλήνιο Συνέδριο για το AIDS. Αν κανέναν τον ξενίζει το γεγονός της πρόσκλησης αυτής –η Τριανταφύλλου δεν είναι και ο πρώτος άνθρωπος που σου έρχεται στο νου ως ιδανική ομιλήτρια σε ένα συνέδριο για το AIDS–, την ίδια δεν φαίνεται να την πτόησε. Γιατί η Τριανταφύλλου είχε μόλις διαβάσει ένα δημοφιλές και εκλαϊκευτικό βιβλίο για τους αρνητές του AIDS, την περίληψη του οποίου ήταν πολύ πρόθυμη να δώσει στο κοινό της. Ήταν, ως εκ τούτου, πλέον, εκτός των άλλων, μια ειδικός και για την ασθένεια του αιώνα.
Το κείμενο της, που δημοσιεύθηκε αμέσως μετά σε ηλεκτρονικό περιοδικό του βιβλίου, αξίζει να προσεχτεί όχι τόσο για όσα γράφει περί αρνητών του AIDS.[1] Στην καλύτερη περίπτωση είναι πασίγνωστα, ενώ στη χειρότερη είναι μάλλον απλοϊκά και λιγάκι άψαχτα.[2] Το κείμενο αξίζει, όπως μερικοί ήδη θα το φαντάστηκαν, για τη γυριστή που επιφυλάσσει στο τέλος.
Διότι, αν η Τριανταφύλλου ξεκινά αναπαράγοντας τα πανθομολογούμενα, οικτίροντας ως θεωρία συνωμοσίας το επιχείρημα ότι το AIDS δεν υφίσταται (ιδέα όντως αστήριχτη εντελώς, αλλά και εγκληματικά ανεύθυνη), και γενικά καταγγέλει, με το καπέλο της οπαδού του Διαφωτισμού, όλες αυτές τις θεωρίες ως συλλήβδην οπισθοδρομικές και αδιαφώτιστες, κάπου στη μέση του κειμένου της ο στόχος μετασχηματίζεται. Για την άρνηση του AIDS και για την εξάπλωση του ιού στην υποσαχάρια Αφρική ευθύνονται, μας λέει, τα παγκόσμια «“παλαβά” πολιτικά άκρα». Λίγες γραμμές αργότερα, το «φταίνε τα άκρα» μετονομάζεται. Οι απόψεις των αρνητών γνώρισαν, λέει η Σώτη, «επιτυχία στους κύκλους των συνωμοσιολόγων της άκρας Αριστεράς».
Όπως καταλάβατε, και σε αυτή την υπόθεση, επιστρατεύεται το γνωστό σχήμα με το οποίο περιοδεύει τον τελευταίο καιρό η συγγραφέας: για οποιοδήποτε κακό φταίει η πολιτική ανωριμότητα κάποιων → φταίνε τα πολιτικά άκρα → φταίει η άκρα Αριστερά → [φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ]. Το τελευταίο, για να είμαστε και δίκαιοι, δεν εκστομίστηκε από το βάθρο του πανελλήνιου συνεδρίου για το AIDS – έχει και η αναξιοπρέπεια τα όριά της. Η ρητορική θέση και το πλαίσιο εκφοράς όμως είχαν στόχο ακριβώς αυτό να υπονοήσουν.
Όταν πρωτοδιάβασα τη συγκεκριμένη παρέμβαση της Τριανταφύλλου οργίστηκα. Όχι για την άγνοια, το θράσος και την κακοήθεια κάποιου που ήθελε να κάνει μικροπολιτική με ένα θέμα τόσο σοβαρό. Ούτε για το πόσο το κείμενο ήταν παράδειγμα αυτού που υποτίθεται ότι κατέκρινε, δηλαδή παράδειγμα ημιμάθειας και ξερολισμού με εσάνς πολιτικής απρέπειας. Αυτό που με ενόχλησε περισσότερο από όλα ήταν η θέση που παίρνει αυτού του τύπου η στήριξη συγκεκριμένων θέσεων στον ελληνικό δημόσιο διάλογο τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα στην τελευταία εποχή της Κρίσης.
Διότι αυτό που εντυπωσιάζει σήμερα είναι η ανάδυση ενός νέου τύπου σχολιαστή, που υπερβαίνει την οποιαδήποτε προηγούμενή του εξειδίκευση και αρχίζει να γίνεται ειδικός για τα πάντα, συνήθως με το επιχείρημα ότι εκφράζει την «κοινή λογική». Γράφει στα μπλογκ, αρθρογραφεί, καλείται στα πάνελ ως εκπρόσωπος του εαυτού του, συμμετέχει σε δημόσια στρογγυλά τραπέζια – όσο κι αν κάποτε, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση Τατσόπουλου, Χειμωνά, Δοξιάδη ή Κιντή, συνεργάζεται με πολιτικές κινήσεις. Κι αυτό που προσφέρει δεν είναι εξειδίκευση, και στη βάση αυτής ανάλυση μιας γενικότερης συνθήκης. Τουναντίον, αυτό που ο συγκεκριμένος τύπος σχολιαστή πουλάει δεν είναι ούτε η βαθιά γνώση, ούτε η ευρυμάθεια. Αλλά το ότι στη βάση μιας βολικής, εύγλωττης και εύχρηστης ημιμάθειας, είναι διατεθειμένος να συμμετάσχει στη δημόσια συζήτηση ώστε να καταλήξει εντέλει, όποιο κι αν είναι το θέμα, να προσφέρει μια πολύ στενή πολιτική ατάκα εκφρασμένη με εμμονή. Η ανάλυση των επιχειρημάτων λίγο μετράει. Αντίθετα, αυτό που μετράει είναι η έμμονη επίκληση μιας υπερέννοιας (εκσυγχρονισμός, ευρωπαϊκότητα, κεντροαριστερά, κακή Αριστερά, Έλληνες=μπαχαλάκηδες, δύο άκρα, βία, ανώριμη ελληνική κοινωνία) πάνω στην οποία ο συγκεκριμένος σχολιαστής έχει τσιμεντάρει προσωπικό στύλ. Ό,τι και να συζητιέται, ξέρουμε όλοι πώς θα το πιάσει ο Ηλίας Κανέλλης, η Λένα Διβάνη, ο Πάσχος Μανδραβέλης, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ο Χρήστος Χωμενίδης. Αυτό που ο συγκεκριμένος τύπος σχολιαστή πουλά δεν είναι έρευνα και γνώση, είναι οπτική γωνία.
Αυτός ο νέος τύπος ειδικού αναλυτή λειτουργεί ως συνέχεια του νέου τύπου δημοσιογράφου, αυτού που θα ονόμαζα «δημοσιογράφος του ρόλου» και τον γνωρίζουμε από τις τηλεοπτικές ειδήσεις. Ο δημοσιογράφος του ρόλου είναι αυτός που αναλαμβάνει να τοποθετηθεί με συγκεκριμένη οπτική γωνία (την ίδια πάντα κάθε φορά), ώστε να δοθεί μια επίφαση πολυφωνίας στο όλο τηλεοπτικό προϊόν. Αν όμως η δουλειά του δημοσιογράφου του ρόλου είναι πια εντελώς ευδιάκριτη στο κοινό του (που πλέον παρακολουθεί τις Ειδήσεις ως μικρά θεατρικά έργα), η πιο εξευγενισμένη και λιγότερο διαυγής του εκδοχή είναι ο «ειδικός του ρόλου», αυτός δηλαδή ο σχολιαστής που καλείται ως εξειδικευμένος για να πουλήσει κι αυτός οπτική γωνία αλλά με καλύτερες περγαμηνές. Δεν μιλάμε πια για δημοσιογράφο, αλλά για ό,τι θα ονόμαζα δημοσιολόγο. Στα αγγλικά αναφέρεται ως pundit, μια λέξη που μπορεί να προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη για τον σοφό, καταλήγει όμως πλέον να έχει αρνητική έννοια, δηλώνοντας τον φανατικό σχολιαστή. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οι pundits, οι δημοσιολόγοι, όσο και οι δημοσιογράφοι του ρόλου, ευδοκιμούν σήμερα στο μιντιακό σύστημα της Αμερικής, όπου η θέση τους εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε σε συνδυασμό με τη γιγάντωση της ιδιωτικής καλωδιακής τηλεόρασης και των νέων τεχνολογιών. Εδώ και μια εντυπωσιακή ειρωνεία: μολονότι οι περισσότεροι Έλληνες δημοσιολόγοι διεκδικούν για τον εαυτό τους το ρόλο «οργανικού διανοούμενου», και υπονοούν ότι μάχονται για μια δυτικοευρωπαϊκού τύπου κουλτούρα δημοσίου διαλόγου, που δεν υπάρχει στην υπανάπτυκτη Ελλάδα, ουσιαστικά κρύβουν ότι βοηθούν να δημιουργηθεί κάτι πολύ διαφορετικό. Μια μιντιακή ζούγκλα της οπτικής γωνίας, ανάλογη αυτής που καθορίζει το οικοσύστημα των ΜΜΕ, τη δημόσια σφαίρα και την πολιτική σε χώρες όπως οι ΗΠΑ.
Τη θέση του στη δημόσια σφαίρα ο δημοσιολόγος, βέβαια, την έχει κατακτήσει λόγω της προηγούμενής του σχέσης με μια εξειδίκευση. Πανεπιστημιακοί, συγγραφείς, πρώην οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς, περίεργοι διαφημιστές, ένας δυο μεταφραστές, ακόμα κι ένας σκηνοθέτης. Στη βάση των πρώην ρόλων τους, όχι μόνο τώρα όλοι αυτοί δημοσιολογούν ως ειδικοί, αλλά και λαμβάνουν θέσεις σε διοικητικά συμβούλια (οργανισμών με τους οποίους συχνά δεν έχουν καμία σχέση) και διαβουλεύονται για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Όμως, αν προσέξει κανείς το λόγο τους, σχεδόν ποτέ δεν αναφέρονται σε εκείνη την προηγούμενή τους εξειδίκευση και δεν αντλούν τα γενικότερα επιχειρήματά τους από την πιο ειδική τους σχέση με το σύστημα γνώσης ή με την πολιτικοκοινωνική τους εμπειρία σε συγκεκριμένους ρόλους. Αντίθετα, όταν έρθουν αντιμετωποι με ανθρώπους που όντως το κάνουν αυτό, ο ρόλος των δημοσιολόγων φαίνεται ακόμα πιο γυμνός. Γιατί έκανε τέτοια εντύπωση η πρόσφατη τηλεοπτική παρουσία ανθρώπων όπως ο Γ. Κατρούγκαλος, η Δ. Κουτσούμπα και ο Δ. Πουλικάκος, σε μια εκπομπή που εξειδικεύεται στη διαμόρφωση και χρήση των δημοσιολόγων, την Ανατροπή του Πρετεντέρη; Η απάντηση δεν είναι ότι αυτοί δεν είχαν πολιτική θέση ή/και κομματική ένταξη – είχαν. Εντυπωσίασε όμως ότι ο λόγος τους βρέθηκε σε απόλυτη αντίστιξη με αυτόν των δημοσιολόγων, ακριβώς επειδή ξεκινούσε από την εξειδίκευσή τους και την κοινωνική τους εμπειρία στη βάση αυτής της εξειδίκευσης. Άκουγες έναν συνταγματολόγο, μια συνδικαλίστρια αρχαιολόγο, έναν sui generis ηθοποιό· και όχι μια πιωμένη αριστερομάχο, γνωστή και ως συγγραφέα.
Είναι σημαντικό ότι, αν δει κανείς ποιοι ακριβώς είναι οι δημοσιολόγοι, καταλήγει ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι άνθρωποι που πραγματικά απέτυχαν, στον τομέα τους, να φέρουν τον καινούριο αέρα που υποτίθεται τώρα ευαγγελίζονται ότι με την κοινή τους λογική φέρνουν στον δημόσιο λόγο. Στα γράμματα, στη δημοσιογραφία, στις τέχνες, στην επιστήμη τους, οι περισσότεροι από αυτούς τους δημοσιολόγους απέτυχαν, όταν έπρεπε, να φέρουν ανανέωση, ριζική αναδιαμόρφωση και ουσιαστικά μαχητική σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς είναι που τώρα αποκρύπτουν. Αντιστέκεται κανείς στον περίεργο ρόλο τους, όταν απλώς θυμίζει αυτή την πραγματικότητα.
Τους αντιστέκεται, επίσης, όταν δεν πέφτει στην πιο εξεζητημένη παγίδα που στήνεται με τη συνδρομή τους. Γιατί η επέλαση των δημοσιολόγων έχει στόχο, εκτός των άλλων, να μεταμορφώσει ολόκληρη τη δημόσια σφαίρα σιγά σιγά σε δημοσιολογική αρένα. Το αποτέλεσμα είναι η υπονόμευση, εκ των έσω, και της εξειδίκευσης και του ρόλου του οργανικού διανοούμενου, που (θέλουν πλέον να) θεωρείται απλώς εκφραστής στενής μονομέρειας. Όλοι σήμερα δημοσιολογούν στοχευμένα, σου λένε, δεν είμαστε μόνο εμείς που πουλάμε οπτική γωνία και φανατισμό. Κι εσύ –ακόμα και με ένα κείμενο που μας στοχεύει– το ίδιο δεν κάνεις;
Αξίζει κανείς να μην υποκύψει σε αυτό τον εκβιασμό, κι αυτό ακριβώς προσπαθώ να δείξω εδώ. Υπενθυμίζοντας το προφανές: αντιστέκεσαι σε όσους ομιλούν περί παντός και κάνουν ημιμαθές κήρυγμα λες και μοιράζουν χάντρες σε ιθαγενείς, όχι με το να σταματάς να μιλάς αλλά με το να δείχνεις τι αυτοί δεν κάνουν. Με το να δείχνεις τι σημαίνει να οργίζεσαι για όσα σε αφορούν, να μιλάς γι’ αυτά τα οποία γνωρίζεις, να αγωνίζεσαι γι’ αυτά τα οποία έχεις κατακτήσει, και να κάνεις φορέα του λόγου σου όχι το κωλοπετσωμένο μικρόφωνο που κάποτε καβάντζωσες, αλλά την ηθική ευθύνη που είσαι διατεθειμένος να πάρεις όταν πραγματικά έχεις άποψη και πιστεύεις ότι πρέπει να τη μοιραστείς.

[2] Η Τριανταφύλλου, για παράδειγμα, φαίνεται να συνδέει την εξάπλωση του AIDS στην υποσαχάρια Αφρική κατά κύριο λόγο με τους αρνητές της ασθένειας – αγνοώντας τη βασική βιβλιογραφία, που δίνει σαφώς μεγαλύτερο βάρος στους κοινωνιοοικονομικούς παράγοντες, στην ανακόλουθη πολιτική των δυτικών χωρών αλλά και των φαρμακευτικών εταιρειών, στην απροθυμία να στηριχθούν προγράμματα ενημέρωσης που να λαμβάνουν υπόψιν τους τις διαφορετικές πολιτισμικές συνήθειες στις χώρες της Αφρικής, και στο πλέγμα ντροπής και στίγματος γύρω από την ασθένεια. Δες Helen Epstein, The Invisible Cure: How We Are Losing the Fight Against AIDS in Africa, Νέα Υόρκη, 2007. Η Τριανταφύλλου αναφέρει την γνωστή περίπτωση της απολύτως λανθασμένης πολιτικής για το HIV του Τάμπο Μπέκι στην Νότιο Αφρική. Φαίνεται όμως να αγνοεί και την πολυπλοκότητα αυτής της περίπτωσης, και τα όρια της επιρροής της, και το ότι ο Μπέκι δεν ήταν ούτε «παλαβό πολιτικό άκρο» ούτε «άκρα αριστερά», και το ότι ενάντια στην πολιτική του για την επιδημία HIV/AIDS υπήρξε εξαρχής τεράστια αντίδραση ακόμα και εντός του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσσου.
___
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 25 (Ιανουάριος 2014)
Πηγή: http://artfullyonsaturday.wordpress.com/

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Η ακύρωση του κοινού

«Μα γιατί τόσες διαψεύσεις;» Την απορία εξέφραζε τις προάλλες μια διεθνής ομάδα ερευνητών που παρακολουθούν την καταστροφική επίδραση που έχει η παρατεταμένη λιτότητα στην ελληνική δημόσια υγεία. Όσα στοιχεία έρχονται στη δημοσιότητα αποδεικνύοντας τη δραματική αλλαγή βασικών μεγεθών τα τελευταία χρόνια (από το προσδόκιμο ζωής μέχρι τον αριθμό αυτοκτονιών, την κατακόρυφη αύξηση της χρήσης ναρκωτικών ή την αύξηση των ανθρώπων που δεν περιθάλπονται όπως πρέπει), αντί να αντιμετωπίζονται από τους επίσημους ελληνικούς φορείς ως βάση πολιτικού προβληματισμού, ή έστω ως επιχειρήματα στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, γίνονται αντίθετα αντικείμενο αρχικής διάψευσης. Σε δεύτερη φάση, κάποτε χρησιμοποιούνται παραλλαγμένα ή παρερμηνευμένα για εσωτερική κατανάλωση, ώστε να ενισχύσουν τη φοβία του πληθυσμού και την αίσθηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Έτσι αποφεύγεται η συζήτηση για τους δείκτες υγείας, για την υγεία δηλαδή ως δημόσιο αγαθό, και εκτρέπεται αντίθετα σε αντιπαραθέσεις που αφορούν εξατομικευμένες πολιτικές, ευθύνες, και εντέλει περίθαλψη. Συζητάμε τη δημόσια υγεία από τη μια με βάση τις sui generis απόψεις υπουργών με εντελώς προσωπική ατζέντα (Λοβέρδος, Άδωνις). Κι από την άλλη ως μια ατομική σύμβαση που σε κάποιους βγαίνει, σε κάποιους δεν βγαίνει, και σε κάποιους άλλους θα βγει αν προσπαθήσουν λίγο περισσότερο. «Εντάξει, μπορεί η χώρα να μην έχει πια τη δυνατότητα να δώσει στον καρκινοπαθή το φάρμακο που χρειάζεται, αλλά θα πρέπει ο άνθρωπος αυτός να μπορεί να πάει σε ένα νοσοκομείο τουλάχιστον με αξιοπρέπεια» έλεγε γνωστός παρουσιαστής ειδήσεων τις προάλλες. Προσέξτε πώς η συζήτηση εξατομικεύεται. Το ζήτημα δεν είναι το επίπεδο κάλυψης ή οι αρχές που το ορίζουν, αλλά η ιστορία του ενός, που, τι να κάνουμε, δεν φτάνουν τα λεφτά για να πάρει το βασικό φάρμακό του, ας έχει όμως τουλάχιστον πρόσβαση σε ένα νοσοκομείο όπου θα μπορεί να πεθάνει. Το δημόσιο αγαθό και η δημόσια διαχείρισή του μεταμορφώνονται και εννοιακά και πραγματιστικά: δεν υπάρχουν πια δημόσιοι τόποι της υγείας, όμως εξασφαλίζεται, ως το ωραίο μίνιμουμ, ο κοινόχρηστος χώρος ενός ιδιωτικού θανάτου.
Τα πράγματα θα μπορούσαν, βεβαίως, να είναι αλλιώς. Στην πρόσφατη μελέτη τους Γιατί η λιτότητα σκοτώνει, οι Ντέιβιντ Στάκλερ και Σανζάι Μπάσου χρησιμοποιούν ως αντιπαράδειγμα της Ελλάδας την Ισλανδία. Ενώ στην Ελλάδα η λιτότητα φέρνει μια τρομερή πτώση των δεικτών υγείας σε όλους τους τομείς (κάνει δηλαδή έναν πληθυσμό να αργοπεθαίνει), στην Ισλανδία κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, πολύ απλά διότι πάρθηκε νωρίς η πολιτική απόφαση να μην πειραχτεί το δημόσιο σύστημα υγείας, όποια και αν ήταν η οικονομική κατάσταση του κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι και σ’ αυτό τον τομέα, όπως και σε πολλούς άλλους (την ανάλυση και τη δημόσια απόδοση, για παράδειγμα, των ευθυνών για την κρατική χρεοκοπία) στην Ισλανδία λειτούργησε κάτι που στην Ελλάδα της κρίσης εξαρχής υπονομεύθηκε και ακυρώθηκε. Η αίσθηση του δημοσίου, η αξίωση του συλλογικού και του κοινού.
Η ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτό το παράδειγμα είναι ευρύτερη και ορίζει την πολιτική στιγμή στην Ελλάδα σήμερα. Γινόμαστε μάρτυρες μια συνεχούς απαξίωσης της έννοιας του δημόσιου αγαθού από πολλές πλευρές και με πολλούς τρόπους. Κοντά στην υγεία, η παιδεία, οι εργασιακές σχέσεις, η διαχείριση της δημόσιας σφαίρας (ΜΜΕ, τεχνολογίες ενημέρωσης, πλατφόρμες επικοινωνίας), οι πλουτοπαραγωγικές πηγές, το περιβάλλον, η πολιτιστική πολιτική. Καθώς το Δημόσιο ως σύστημα διαχείρισης δαιμονοποιείται ως αενάως αντιπαραγωγικό και κοστοβόρο, κάτι πολύ πιο βαθύ, η έννοια του δημοσίου, εντέχνως ακυρώνεται. Και την ίδια στιγμή εξατομικεύεται. Το ζήτημα δεν είναι η κοινή παιδεία και ο τρόπος που τη μοιραζόμαστε, οι συλλογικές συμβάσεις και το πώς περιφρουρούμε την ανθρώπινη εργασία, οι δημόσιες συχνότητες και ο τρόπος που τις αναθέτουμε και διασφαλίζουμε την κοινότητα στην πρόσβαση, το δημόσιο πολιτιστικό αρχείο και ο τρόπος που το διατηρούμε. Το ζήτημα, αντίθετα, είναι η βελτίωση της ατομικής μας σχέσης με μια διαχείριση που μας επαναλαμβάνουν ότι είναι προβληματική, πρέπει να μεταρρυθμιστεί, και τυγχάνει προς το παρόν δημόσια.
Το δημόσιο, μας λένε, δεν λειτουργεί, όμως αφού το καταρρακώσουμε κι άλλο, θα δώσουμε στον κάθε έναν από εσάς μια πολύ καλύτερη υπηρεσία. Μπορεί, για παράδειγμα, κάθε έννοια κοινού αγαθού να γίνεται κουρέλι, να παραχωρούνται δημόσιες συχνότητες αδιαφανώς, να έχουν γίνει φαρ ουέστ οι επικοινωνίες, να λειτουργούμε σε καθεστώς εκτεταμένης προπαγάνδας, να υπονομεύεται η ελευθερία του λόγου, εντούτοις, σε πολύ λίγο, ο καθένας από σας θα έχει δωρεάν ίντερνετ. Αναφέρομαι εδώ στη γνωστή, προσωπική δέσμευση («το έχω ψάξει») του πρωθυπουργού Σαμαρά ότι «σε ένα χρόνο θα δώσουμε δωρεάν WiFi σε όλη την Ελλάδα». Ας την κρατήσουμε στο μυαλό μας, όσο θα προσπαθούμε να δούμε το πλαίσιό της.
Γιατί πλαίσιο εν προκειμένω είναι μια διεθνής νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Σε πρώτη φάση υπονομεύεται η έννοια του δημόσιου και εκθειάζεται η σημασία της αγοράς. Σε δεύτερη φάση η σχέση μας με τα δημόσια αγαθά εξατομικεύεται. Και σε μια τρίτη φάση, η εξατομικευμένη αυτή σχέση φαίνεται πολύ λογικό ότι πρέπει και να ιδιωτικοποιηθεί, να διαμορφωθεί δηλαδή, απολύτως, με τους όρους της αγοράς. Στη λογική αυτή ακολουθία, αυτό που χάνεται μια και καλή είναι η έννοια του δημοσίου, η διάσταση του κοινού. Το πιο απλό παράδειγμα για να καταλάβει κανείς τη στρατηγική αυτή είναι η ανώτατη παιδεία. Εκθειάζεται και επιβάλλεται, εδώ και χρόνια, η ανάγκη σύνδεσης της παιδείας με την αγορά, του πτυχίου με συγκεκριμένη επαγγελματική αποκατάσταση, των πανεπιστημιακών μαθημάτων με την παροχή συγκεκριμένων δεξιοτήτων. Η σχέση με την παιδεία έτσι εξατομικεύεται: ψάξε κι εσύ να βρεις το πανεπιστήμιο που θα σου μάθει καλύτερη δουλειά και θα σε κάνει ανταγωνιστικότερο, δες την επιλογή ανώτατης παιδείας ως μέρος του ανταγωνισμού στον οποίον αυτή θα σε κάνει να εισέλθεις επιτυχέστερα. Λογικό επακόλουθο, σου λένε μετά: γιατί να πληρώνουμε όλοι την παροχή δεξιοτήτων σε μερικούς; Γιατί να πληρώνει ο υδραυλικός τα μαθήματα του μελλοντικού δικηγόρου; Το επιχείρημα αυτό ήταν το βασικό που χρησιμοποιήθηκε στην Αγγλία για την εισαγωγή όλο και υψηλότερων διδάκτρων στα πανεπιστήμια, και τη μεταμόρφωση της δημόσιας ανώτατης παιδείας της χώρας ουσιαστικά πλέον σε ιδιωτική.
Μιλάμε λοιπόν για μια πορεία που πρέπει να περιγράφεται, σε στάδια, ως εξής: απαξίωση (του κοινού αγαθού),εξατομίκευση (της σχέσης με αυτό), ιδιωτικοποίηση. Τρία στάδια που χρησιμοποιούνται για να στηρίξουν την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού σε πολλές χώρες και με διαφορετικούς ρυθμούς· στη Βρετανία η διαδικασία έχει πάρει πια τρεις δεκαετίες· στην εργαλειακή Ελλάδα όλα τα στάδια, απαξίωση/εξατομίκευση/ιδιωτικοποίηση, φαίνεται σαν να πρέπει να γίνουν εντός εξαμήνου (όπως έδειξε η περίπτωση της ΕΡΤ και δείχνει τώρα η περίπτωση νοσοκομεία/φάρμακα/ΕΣΥ), γι’ αυτό και καθίστανται και τόσο εμφανή.
Υπάρχουν όμως δύο παράμετροι που συνήθως δεν προσέχουμε σε αυτήν τη διαδικασία. Η πρώτη είναι ότι το δημόσιο δεν καταργείται εντελώς, όσο κι αν καταργούνται οι διαστάσεις και η παρεμβατικότητά του. Ίσα ίσα: φροντίζουν ώστε να παραμένει νεκροζώντανο. Όχι ως μέγιστος κοινός παρανομαστής, αλλά ως ελάχιστος κοινός διαιρέτης. Όχι ως το καλύτερο που θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά ως το λιγότερο που μπορεί να σταθεί. Το πιο αναξιόπιστο. Το πλέον απευκταίο. Το αναγκαίο ασπρόμαυρο, η ιδιωτικοποιημένη εκδοχή του οποίου θα είναι το έγχρωμο. Το προβληματικό, η λειτουργική εκδοχή του οποίου θα βρίσκεται πάντα αλλού (στο Βορρά, στις χώρες των δανειστών, στην πραγματική Ευρώπη, στον ουτοπικό λόγο των πολιτικών). Το βαλτωμένο και ως εκ τούτου βρώμικο, από το οποίο θα μας λένε ότι πρόκειται να μας ξεπλύνουν οι νέες πολιτικές διαχείρισης που κατά καιρούς θα μας προτείνονται. Λέγοντάς μας, παράλληλα, ότι τα νάματα στα οποία θα μας ξεπλύνουν, θα ανήκουν σε μια νέα κοινοτικότητα, ουτοπική μεν προς το παρόν, στο μέλλον όμως καλοδιαχειριζόμενη, ομοιογενή και ομοιοευτυχή.
Αυτή είναι και η ουσιαστική σημασία όλων των διακηρύξεων τύπου «όλη η Ελλάδα ένα ατέλειωτο WiFi», κάθε Έλληνας τον γιατρό του, κάθε Ελληνόπουλο ένα Χάρβαρντ, κάθε βιβλίο εθνικής ιστορίας κι ένα περήφανο εθνικό υποκείμενο, κάθε κινητό κι ο άνθρωπός του, κάθε ταυτότητα και τα δικαιώματά της, και κάθε ενημερωνόμενος την ενημερωτική του ατζέντα. Υπάρχει, με άλλα λόγια, μια διαρκής υπόμνηση μιας νέας φαντασιακής κοινοτικότητας, που μικροτεχνείται σήμερα για να στηρίξει το κατ’ ουσίαν αντίθετό της, τη λειτουργική απαξίωση του κοινού. Όλοι μαζί, μας λένε, θα τα καταφέρουμε. Με το ίντερνετ, τα νεκροταφεία και τους ομιλούντες δέκτες μας. Όλοι μαζί.
Η πολιτική λειτουργία αυτής της ψευδοκοινοτικής μελλοντικότητας δεν πρέπει να υποτιμηθεί· είναι υπόγεια και απίστευτα διαβρωτική. Από τη μια ανταγωνίζεται ευθέως κάθε προσπάθεια επιστροφής της συζήτησης σήμερα στο ζήτημα του κοινού αγαθού και στους όρους της συλλογικότητας – η ψευδοκοινοτική μελλοντικότητα στόχο έχει να καταστήσει το κοινό της απρόθυμο να λειτουργήσει συλλογικά. Από την άλλη, βοηθά την ανάδυση του φασισμού ως βασικού ρυθμιστικού παράγοντα του συστήματος που γυρεύει να επιβάλει. Σαν το κουμπί του ριστάρτ στο μόντεμ για το (δωρεάν) ίντερνετ, ο φασισμός, όσο κι αν δεν φαίνεται, γίνεται όλο και πιο πολύ σήμερα η ασφαλιστική δικλείδα του συστήματος απαξίωση/εξατομίκευση/ιδιωτικοποίηση. Εξασφαλίζει: ως αναγκαίο φόβητρο, την παρουσίαση του συστήματος αυτού ως μόνης λύσης· κι ως αναγκαίο υποσυνείδητο, την εικόνα μιας παθητικής κοινοτικότητας που χρειάζεται το σύστημα αυτό για να μακροημερεύσει.
Πηγή: http://artfullyonsaturday.wordpress.com
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 24

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Σκοινάκι

Πριν από χρόνια σε μια παρέα –παρέα άλλων εποχών κι άλλων διαθέσεων, μα αυτό είναι άλλο ζήτημα– έγινα μάρτυρας, θυμάμαι, ενός ξεχωριστού καυγά. Στη σύνθεση της παρέας κυριαρχούσαν άνθρωποι που κινούνταν στο χώρο του κινηματογράφου, γεγονός που με ενοχλούσε κάπως, καθότι όποιος τους έχει συναστραφεί γνωρίζει πως οι διαπρύσιοι σινεφίλ έχουν τη φρικτή συνήθεια να αντιστοιχούν κάθε περιστατικό της ζωής με μια σκηνή από ταινία, έτσι που ακόμη κι αν απλώς έχει μουδιάσει το πόδι σου και σηκωθείς από την καρέκλα κουτσαίνοντας λιγάκι, κάποιος θα σου πει, έστω κι αν είσαι 120 κιλά και γενειοφόρος, πως του θυμίζεις την Πάιπερ Λόρι στο Hustler. Από τις ευάριθμες εξαιρέσεις στον κανόνα των κινηματογραφικών παραγόντων ήταν ένας συνταξιούχος δικηγόρος, το πάλαι ποτέ ειδικευμένος σε υποθέσεις της εκκλησίας, πότης και καλοφαγάς, θεοσεβούμενος αλλά φοβερός βωμολόχος και φωνακλάς, και συνάμα αθεράπευτα βασιλόφρων.

Τη βραδιά εκείνη, λοιπόν, οι κινηματογραφικοί παράγοντες για μία ακόμη φορά είχαν χαθεί στον συνήθη κατακλυσμό από trivia, όταν ο βασιλόφρων δικηγόρος εξεράγη:
«Λέτε όλοι μαλακίες!» φώναξε. «Αυτά για τα οποία συζητάτε είναι μαλακίες! Δεν είναι σενάρια αυτά. Θέλετε σενάριο; Θα σας πω εγώ σενάριο!»
Καθώς ξεκίνησε να αφηγείται, λίγο λίγο η φωνή του επέστρεψε σε ήπιο τόνο. Και δεν ήμουν ο μόνος που, αν και ξεκίνησε να τον ακούει περισσότερο ως ευπρόσδεκτη ανάπαυλα στην πλήξη, παρασύρθηκε.
«Κοντά στο χωριό μου» είπε «μια φορά κάτι αντάρτες είχαν σκοτώσει έναν αξιωματικό. Ήρθε λοιπόν, λίγες μέρες μετά, μια ομάδα στρατιωτών, μάζεψε καμιά σαρανταριά, τους έβγαλε λίγο έξω από το χωριό, και τους έβαλε να σκάψουν έναν μεγάλο λάκκο. Μετά τους έδεσε ολόγυρα μ’ ένα σκοινί και τους έστησε στο χείλος του λάκκου, έτσι ώστε όποιος πέφτει να τραβήξει μαζί του και τον άλλον, οι σκοτωμένοι με τους μισοζώντανους. Οι στρατιώτες πυροβόλησαν κι έφυγαν.
Όσο γινόταν η προετοιμασία και η εκτέλεση, ένα κορίτσι από το χωριό κρυβόταν λίγο παραπέρα, πίσω από κάτι βράχια. Όταν έφυγαν οι στρατιώτες, κατέβηκε στον λάκκο και, σπρώχνοντας τα πτώματα, σιγά σιγά ξετύλιξε το σκοινί.
Πίσω στο χωριό, ο κεντρικός δρόμος ήταν έρημος και κυριαρχούσε θανατερή ησυχία. Κι ύστερα, ξαφνικά, ακούστηκε ένας ρυθμικός θόρυβος, σαν από βήματα –πατ, πατ, πατ, πατ– κι έπειτα ξανά – πατ, πατ. Δεν ξέρω πόσοι το θυμούνται, πόσοι τολμούσαν να κρυφοκοιτάξουν από τις γρίλιες, πίσω από τα κλειστά πατζούρια, αλλά εγώ δεν θα το ξεχάσω: ένα κορίτσι να πηδάει σκοινάκι, ολομόναχο, στον έρημο δρόμο του χωριού. Το ίδιο κορίτσι. Το ίδιο σκοινί.
«Πώς σας φάνηκε;»
Θυμάμαι, βουβαθήκαμε για αρκετή ώρα.
(Τι μου ήρθε τώρα και τα γράφω αυτά, τι σχέση έχουν με οτιδήποτε; Ίσως καμία. Νομίζω, ωστόσο, ότι η φρίκη είναι πια τόσο ορατή, ο ζόφος τόσο ολοκληρωτικός, που πρέπει κάποιος, κάπου, κάπως, να κάνει κάτι άλλο, να αλλάξει τον τρόπο συζήτησης, να εστιάσει σ’ ένα σημείο όπου δεν κοιτάζουμε, να επιλέξει –ως σινεφίλ μιλώντας, πάντα– ένα νέο σημείο θέασης. Πρέπει να αρπάξουμε αυτά τα μικρά πράγματα, τα θρύψαλα της τραγωδίας, και μ’ αυτά να διεκδικήσουμε χώρους. Πρέπει να θυμηθούμε.)
___
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 24

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

«Eκατόμβες νεκρών» ετοιμάζει η κυβέρνηση


Οι πρωθυπουργοί και υπουργοί Υγείας ήταν εδώ και χρόνια ενήμεροι για τους χιλιάδες νεκρούς που θα φέρει η πολιτική λιτότητας
O ασθενής μπήκε σε κακή κατάσταση στο Μητροπολιτικό Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού. Πριν από λίγες ήμερες είχε νοσηλευθεί στο Ασκληπιείο Βούλας με έμφραγμα του μυοκαρδίου και στα χέρια του κρατούσε ένα χαρτί από το νοσοκομείο. Δεν ήταν τα αποτελέσματα εξετάσεων αλλά ένας λογαριασμός των 500 ευρώ. «Από το λογιστήριο του νοσοκομείου μου είπαν ότι αν δεν πληρώσω αμέσως θα με στείλουν φυλακή» εξήγησε στον καρδιολόγο Γιώργο Βήχα του κοινωνικού ιατρείου στο οποίο κατέφυγε. Και αν αυτός δεν είχε αντιδράσει άμεσα, χορηγώντας του ειδική αγωγή, πιθανότατα αυτός ο λογαριασμός θα τον είχε στείλει στο θάνατο.
Το περιστατικό είναι παλιό αλλά στην πραγματικότητα είναι η απόλυτη εικόνα του μέλλοντος. Αν και όλοι κατανοούμε ότι η «λιτότητα σκοτώνει», η αυξημένη θνησιμότητα δεν θα προέλθει όπως νομίζουμε μόνο από τη ραγδαία επιδείνωση του συστήματος υγείας, το οποίο δεν θα προσφέρει επαρκείς υπηρεσίες, αλλά κυρίως από την αύξηση των ανισοτήτων και του στρες που προκαλεί η οικονομική κρίση. Σε συνδυασμό με την νεοφιλελεύθερη συνταγή του ΔΝΤ και της ΕΕ η κατάσταση αυτή, μας εξηγεί ο Γιώργος Νικολαϊδης, διευθυντής Ψυχικής Υγείας και κοινωνικής Πρόνοιας στον Ινστιτούτο Υγείας του παιδιού θα οδηγήσει σε μαζικά κρούσματα καρδιοαγγειακών παθήσεων αλλά και κρουσμάτων καρκίνου. «Η πολιτική του 2012 θα καταγραφεί σαν μείωση του προσδόκιμου ζωής το 2020 – ξέρετε όταν λένε ότι θα βγούμε στις αγορές» μας λέει με ένα πικρό χαμόγελο.
Το υπουργείο υγείας αλλά και ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο, που στηρίζει την πολιτική λιτότητας, γνωρίζει με κάθε λεπτομέρεια όχι μόνο ποιες παθήσεις θα εκδηλωθούν μαζικά σε λίγα χρόνια αλλά ακόμη και με μια ποιο χρονική σειρά θα πλήξουν τον πληθυσμό. Οι επιστήμονες είναι σήμερα σε θέση να κάνουν εξαιρετικά λεπτομερείς προβλέψεις καθώς η ίδια πολιτική επιβλήθηκε χωρίς καμία απολύτως διαφοροποίηση από τη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία μέχρι τις Τίγρεις της Ανατολικής Ασίας μέχρι την Κορέα. Η επίθεση ξεκινά πάντα εναντίον του καθολικού χαρακτήρα της δημόσιας υγείας και συνεχίζεται με την προσπάθεια ιδιωτικοποιήσεις των δομών υγείας και ασφάλισης. Το τρίτο βήμα είναι η συγκέντρωση όλων των κλάδων περίθαλψης σε ένα σύστημα σαν τον ΕΟΠΠΥ το οποίο στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων χρεοκοπούσε σε διάστημα έξι μηνών έως δύο χρόνων.
Τα αποτελέσματα αυτής της συνταγής ήταν πάντα το ίδιο μοτίβο θανάτου για δεκάδες χιλιάδες πολίτες. Ένας από τους ανθρώπους που κατέγραψαν αυτό το μοτίβο είναι και ο καθηγητής Ντέιβιντ Στάκλερ, συγγραφέας του βιβλίου Body Economic που συνοδεύεται από τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Γιατί η λιτότητα σκοτώνει». Ταξιδεύοντας σε δεκάδες χώρες από όπου πέρασε το ΔΝΤ, η παγκόσμια τράπεζα και πιο πρόσφατα η ΕΕ ο Στάκλερ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων στις χώρες που αντιμετωπίζουν κρίσεις δημοσίου χρέους είναι μια συνειδητή πολιτική επιλογή των κυβερνώντων, οι οποίοι προτιμούν να εξοφλούν τα χρέη τους σε ξένες τράπεζες θυσιάζοντας τον πληθυσμό. Στα δικαστήρια του μέλλοντος θα μπορεί να τεκμηριωθεί πολύ εύκολα ότι δεκάδες υπουργοί υγείας είχαν στα χέρια τους συγκεκριμένες μελέτες για τις επιπτώσεις της πολιτικής λιτότητας στα επίπεδα θνησιμότητας αλλά έβαλαν την υπογραφή τους για να πεθάνουν χιλιάδες συμπολίτες τους.
Μια αντίστοιχη έρευνα με του Στάκλερ έχει πραγματοποιήσει στην Ελλάδα και ο κ.Γιώργος Νικολαϊδης. Το Δεκέμβριο του 2011 παρουσίασε σε συνέδριο της εθνικής σχολής δημόσιας υγείας (παρουσία του τότε γενικού γραμματέα του υπουργείου υγείας Ν.Πολύζου) σειρά τρομακτικών προβλέψεων οι οποίες επιβεβαιώθηκαν μιας προς μια.
«Σε πρώτη φάση» εξηγεί στο Unfollow «oι επιστήμονες μπορούσαν να προβλέψουν ότι θα αυξάνονταν οι αυτοκτονίες, οι ανθρωποκτονίες και τα νοσήματα που σχετίζονται με κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών. Η αμέσως επόμενη φάση περιλαμβάνει την επανεμφάνιση λοιμωδών νοσημάτων που είχαν ξεχαστεί στην ελληνική κοινωνία όπως η φυματίωση». Η κατάσταση στο συγκεκριμένο τομέα ενδέχεται να επιδεινωθεί ραγδαία όσο περιορίζεται ο εμβολιασμός των παιδιών – που ξεκίνησε από ειδικές ομάδες του πληθυσμού αλλά επεκτείνεται απειλητικά.
Το πιο τρομακτικό, όμως, σύμφωνα με τον Νικολαϊδη είναι η παιδική θνησιμότητα η οποία, όπως είχε προβλεφθεί, άρχισε να αυξάνεται από πέρυσι – για πρώτη φορά από το 1950. Ο κύκλος λοιπόν αυτών των προβλέψεων επιβεβαιώθηκε με τρομακτική ακρίβεια μέχρι το 2013 ακόμη όμως δεν έχουμε δει τις πραγματικές επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης πολιτικής λιτότητας στη θνησιμότητα του πληθυσμού. «Σε λίγα χρόνια θα δούμε το δεύτερο κύμα που θα είναι πολύ πιο μαζικό και θα επηρεάσει άμεσα το προσδόκιμο επιβίωσης» εξηγεί ο συνομιλητής μας επισημαίνοντας ότι «σε λίγα χρόνια αναμένονται χιλιάδες νέα περιστατικά στεφανιαίας νόσου και αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων. Καθώς οι συγκεκριμένες ασθένειες αποτελούν την υπ’αριθμό ένα αιτία θανάτου στις αναπτυγμένες χώρες, ακόμη και μια «μικρή» αύξηση της τάξης του 2 έως 5% θα σημαίνει τεράστιο αριθμό θανάτων. «Στην επόμενη πενταετία θα ζήσουμε μια εκατόμβη νεκρών συνανθρώπων μας κυρίως άντρες παραγωγικής ηλικίας από 45-64». Αμέσως μετά, πιθανότατα από το 2020, θα έχει έρθει η σειρά του καρκίνου να χτυπήσει την πόρτα μας καθώς οι κακοήθεις νεοπλασίες έχουν μεγαλύτερο «χρόνο επώασης»
Το τελευταίο στάδιο μαζί με τον καρκίνο είναι το μεταβολικό σύνδρομο (παχυσαρκία, υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης) – όλα τα προβλήματα δηλαδή που τις τελευταίες δεκαετίες αποτελούν τα«νοσήματα των φτωχών».Η απάντηση των κυβερνώντων στην κατηγορία ότι γνωρίζουν με κάθε λεπτομέρεια ότι η πολιτική τους σκοτώνει ανθρώπους θα μπορούσε να συνοψιστεί στην αγγλική έκφραση shit happens ή αυτά συμβαίνουν. Αφού η νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας παρουσιάζεται σαν μονόδρομος η ραγδαία αύξηση της θνησιμότητας είναι η απαραίτητη παράπλευρη απώλεια στην διαδικασία «εξυγίανσης» της οικονομίας Ακόμη και αυτή η κυνική διατύπωση όμως αποτελεί ένα τεράστια ψέμα καθώς όπως αποδεικνύει ο Ντέιβιτν Στάκλερ του σε αρκετές περιπτώσεις μια περίοδος ύφεσης μπορεί να συνοδευτεί ακόμη και από βελτίωση τυς υγείας του πληθυσμού.
Στο βιβλίο του ο Στάκλερ αντιπαραθέτει στην περίπτωση της Ελλάδας την ιστορία της Ισλανδίας η οποία αναλογικά με τον πληθυσμό της βρέθηκε αντιμέτωπη με την μεγαλύτερη τραπεζική κρίση στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Οι φιλοευρωπαιστές στο Ρέικιβαικ πίστευαν τότε ότι δυο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικονομίας και του συστήματος υγείας θα έφερναν την καταστροφή. Συγκεκριμένα, καθώς η χώρα δεν ανήκε στην ευρωζώνη το ενδεχόμενο μεγάλης υποτίμησης του εθνικύ νομίσματος, που θα έδινε μια ανάσα στην εθνική οικονομία, θα καθιστούσε απαγορευτική την εισαγωγή φαρμάκων. Με δεδομένη την αδυναμία της χώρας να παράξει ακόμη και τα στοιχειώδη σκευάσματα αρκετοί προέβλεπαν έναν αρμαγεδώνα στο χώρο της υγείας.
Παράλληλα, το γεγονός ότι το σύνολο του συστήματος υγείας βρισκόταν υπό δημόσιο έλεγχο θα οδηγούσε σε κατάρρευση καθώς ο δημόσιος τομέας δεν θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί λόγω του τεράστιου χρέους.
Όταν η κυβέρνηση του Ρείκιαβικ προσέφυγε στο ΔΝΤ, το ταμείο ζητούσε μείωση των δαπανών υγείας κατά 30% και σταδιακή ιδιωτικοποίηση του κλάδου. Ουσιαστικά εφάρμοζε χωρίς την παραμικρή αλλαγή το σχέδιο που επιβάλλει σε όλες τις χώρες αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητες κάθε οικονομίας. Μόνο που στην Ισλανδία συνέβη κάτι αναπάντεχο. Ο υπουργός υγείας, γνωρίζοντας ότι η ακολουθούμενη πολιτική θα μετριόταν σε εκατοντάδες ή χιλιάδες ανθρώπινες ζωές υπέβαλε την παραίτησή του αρνούμενος να συνυπογράψει μια ακόμη γενοκτονία. Και ο υποψήφιος διάδοχός του όμως δεν φαίνεται να είχε διαφορετική άποψη. «Ξέρετε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε ένα βαμπίρ και στο ΔΝΤ;» συνήθιζε να ρωτά στους συναδέλφους του: «Το πρώτο, τουλάχιστον, σταματά να σου πίνει το αίμα όταν πεθάνεις».
Προκειμένου να ξεπουλήσει το σύστημα υγείας το ΔΝΤ «πείραξε» και πάλι τα στοιχεία των λεγόμενων «πολλαπλασιαστών» θέλοντας να αποκρύψει ότι οι δημόσιες επενδύσεις στην υγεία (όπως και στην παιδεία) προσφέρουν άμεσα οφέλη για την ανάκαμψη της οικονομίας: βραχυπρόθεσμα από την μείωση της ανεργίας σε δασκάλους και ιατρικό προσωπικό και μακροπρόθεσμα γιατί βελτιώνουν την ποιότητα του εργατικού δυναμικού.
Χάρη στις μαχητικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων η κυβέρνηση αναγκάστηκε τελικά να προχωρήσει σε στάση πληρωμών, εθνικοποίηση τραπεζών και υποτίμηση του εθνικού νομίσματος προσφέροντας άμεση ανάκαμψη στην οικονομία. Το μυστικό όμως δεν βρισκόταν μόνο σε αυτά τα γενικά μέτρα. Όπως μας εξηγούσε ο Γιώργος Νικολαϊδης ο νέος υπουργός υγείας κάλεσε ερευνητές από τη Φινλανδία και τη Σουηδία, που είχαν αντιμετωπίσει παρόμοιες οικονομικές κρίσεις και εκπόνησε ένα πρόγραμμα αύξησης των δημοσίων επενδύσεων στην υγεία, κυρίως για τα παιδιά. Παράλληλα το σύνολο των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας αυξήθηκε από τις 280 εκατομμύρια κορόνες ( 2.2 δις ευρώ) στα 379.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι στην Ισλανδία, σε αντίθεση με το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών σημειώθηκε μείωση της θνησιμότητας. Η Ισλανδία αποτελεί σήμερα ίσως τη μοναδική χώρα η οποία εν μέσω μια κολοσσιαίας τραπεζικής κρίσης δεν κατέγραψε αύξηση των αυτοκτονιών και των καρδιοαγγειακών παθήσεων. Σε αντίθεση με τη Ρωσία, όπου ο τερματισμός της καθολικής δωρεάν υγείας προκάλεσε μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά 10 χρόνια κάθε Ισλανδός πολίτης είχε πρόσβαση σε δωρεάν περίθαλψη.
Προς στιγμήν ο Ντέιβιντ Στάκλερ πανικοβλήθηκε, συνειδητοποιώντας ότι υπάρχει αύξηση των αναπνευστικών προβλημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα του καπνίσματος στο οποίο οδηγεί το Στρες. Μην φοβάσαι, του είπαν οι ισλανδοί συνάδελφοί του, χτυπώντας τον ελαφρά στην πλάτη απλώς εξερράγη το ηφαίστειο Εϊγιαφιατλαγιοκούτλ. Ένα χρόνο αργότερα οι Ισλανδοί είχαν καταλάβει και πάλι την πρώτη θέση στην παγκόσμια «κατάταξη ευτυχίας» του ΟΗΕ με το μεγαλύτερο ποσοστό «Ακαθάριστης Εθνικής Ευτυχίας».
Η Ισλανδία δεν είναι τυχαίο παράδειγμα. Καθώς έχει ομοιογενή πληθυσμό με σταθερές διατροφικές συνήθειες και κοινό σύστημα υγείας για όλους, αποτελεί το ιδανικό πειραματικό εργαστήριο για τη μελέτη των επιπτώσεων της ύφεσης στην υγεία του πληθυσμού. Οι επιστήμονες μπορούν δηλαδή να διαπιστώσουν πολύ πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη καθαρότητα ποια είναι η επίπτωση κάθε πολιτικής απόφασης στη θνησιμότητα του πληθυσμού.
Αυτό που ελάχιστοι όμως είχαν καταφέρει να προβλέψουν ήταν ότι ένας από τους παράγοντες που βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής και το επίπεδο υγείας των πολιτών ήταν και η συμμετοχή τους στις μαζικές διαδηλώσεις εναντίον της λιτότητας. Όπως μας εξηγούσε ο κ.Νικολαϊδης, στις κινητοποιήσεις συμμετείχε περίπου το 10% του πληθυσμού, σαν να πέρασαν δηλαδή από το Σύνταγμα πάνω από ένα εκατομμύριο διαδηλωτές. Όπως τεκμηρίωσε αργότερα και η έγκριτη επιθεώρηση υγείας Lancet αυτή η πανκοινωνική συμμετοχή βοήθησε ώστε να μην αφομοιώσει ο καθένας ατομικά το στρες γεγονός που προκαλεί τις περισσότερες θανατηφόρες ασθένειες που παρατηρούνται σε καιρούς κρίσης.
Οι μαζικές διαδηλώσεις στην Ισλανδία έσωσαν κυριολεκτικά ζωές τη στιγμή που στην Ελλάδα διαδοχικές κυβερνήσεις έβαλαν την υπογραφή τους για το βέβαιο θάνατο χιλιάδων συνανθρώπων μας.
Άρης Χατζηστεφάνου

Unfollow Οκτώβριος 2013

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Προτάσεις για χριστουγεννιάτικα δώρα και γιορτινές αγορές


Λοιπόν, σου έφτιαξα έναν μικρό κατάλογο όπως σου είχα υποσχεθεί, για να μην χάνεις χρόνο στα μαγαζιά, στις προσφορές και στις εκπτώσεις. Κατάλογο χάρτινο, λίγο από σιωπή και λίγο από καπνό, όπως άλλωστε όλες οι ειλικρινείς χειρονομίες. 

Πάρε όλα τα προηγούμενα Χριστούγεννα των ανθρώπων τυλιγμένα σε συσκευασία δώρου, βαλμένα κάτω από ένα δέντρο που φέτος δεν στολίστηκε. Την σπασμένη σολ μιας κιθάρας που κάποτε είπε τα κάλαντα σε κάποια γειτονιά,   την μίζερη φάτνη στην άδεια σχολική αίθουσα, την κουτσουρεμένη εξωστρέφεια του  στολισμού στο δημαρχείο και την δημόσια υπηρεσία.  Πάρε εκείνη την αίσθηση όταν η μάνα σου εφημερεύει παραμονή πρωτοχρονιάς, τον παιδικό πυρετό εκείνη την πρωτοχρονιά της ίωσης και κυρίως το δέντρο υπέροχα να καίγεται στην πλατεία εκείνο τον Δεκέμβρη (έτσι όμορφα να καίγεται κάθε χρόνο). Πάρε τα Χριστούγεννα του 1999 λίγο πριν το 2000 μπουκωμένα σαν γαλοπούλα με την πιο κενή αισιοδοξία. Τους γείτονες που πάντα τα Χριστούγεννα σουβλίζουνε αρνί, τσουγκρίζουν αυγά και εύχονται ‘’ Ευτυχισμένος ο καινούργιος Πάσχας!’’ 

Πάρε τον Αι Βασίλη που ο λύκος τον έφαγε επειδή τον μπέρδεψε με την κοκκινοσκουφίτσα.    Έναν άνθρωπο άξιο, να βομβαρδίσει τα Sweatshops των ξωτικών στη Φινλανδία, εκεί που παιδιά δουλεύουν σε αλυσίδα παραγωγής για να γεμίσουν τον σάκο του Αι Βασίλη (Kill Bill). Άναψε μια λαμπάδα πάνω απ όλη την εορταστική χοληστερίνη και όταν τα παιδιά χτυπήσουν για τα κάλαντα δωροδόκησέ τα –όχι με λεφτά, όχι με γλυκά- αλλά με φωτογραφίες του Λένιν, του Αρθούρου Ρεμπώ και του Τζέκινς Χαν (γράψε πίσω από τις φωτογραφίες το σύνθημα: "το πρωινό ξύπνημα μας εξαγριώνει").    

Μάζεψε αρκετό χαρτί περιτυλίγματος ώστε να πακετάρεις τέσσερα χρόνια κρίσης. Πάρε ένα μαγκάλι να κάψεις μέσα του όλη την αθωότητα των κυνικών, να ζεστάνεις όλη σου την απώλειά . Μια ευχή στην πρόποση που δεν ακούστηκε καθαρά και ύστερα μεταμφιέστηκε σε όλες τις ευχές και όλες τις προπόσεις. Πάρε όλη αυτή τη σιωπή που γδέρνει απλωμένη μπρος στο καινούριο που τόσο σε φοβίζει (όλους μας φοβίζει). Την μοναξιά στην πλατεία Συντάγματος, όλα όσα δίνουν αυτοί που δεν έχουν. Τον φίλο που μετρά αντίστροφα στο Skype μαζί μας, σε κάποια εστία, κάποιου πανεπιστημίου, κάπου μακριά. Πάρε έναν διακόπτη που σβήνει όλα τα ηλίθια λαμπιόνια των μπαλκονιών. Έναν πρωτοχρονιάτικο λαχνό που κερδίζει 1)ένα πολυμίξερ, 2)μια σακούλα χασίς, 3)λίγη κατανόηση.  

Πάρε τον μικρό τυμπανιστή και μάθε τον να παίζει Drums μπας και σταματήσει να μυξοκλαίει. Το "Ζυστίν" του Μαρκησίου Ντε Σαντ και χάρισε το σε κάποιον Μητροπολίτη (για πλάκα). Πάρε το τελευταίο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, θάψε το τρία μέτρα κάτω από τη γη ώστε να φυτρώσει αργότερα ένα λιβάδι μισάνθρωπα αγκάθια. Το πλαστικό δέντρο που ποτίζουμε όλο τον χρόνο, τα Χριστούγεννα όλων των αγέννητων συγγενών. Πάρε μια κάλτσα γιορτινή που σκόνταψε και έπεσε στο τζάκι και το βλέμμα του 6χρονου που την κοιτά να καίγεται και χαίρεται γιατί είναι κατά της παγκοσμιοποίησης των γιορτών και της ημερολογιακά  και εμπορικά επιβεβλημένης ευωχίας. Το τζάκι ενός εγωιστή γίγαντα, το οποίο ανάβει με συνέπεια κάθε βράδυ των γιορτών ώστε να καψαλίσει αυτόν τον εισβολέα των δώρων, τον ενοχλητικό, αλκοολικό χοντρομπαλά του γιοχοχό και της κοκακόλας. Πάρε κυρίως το δράμα του δυσλεκτικού ξαδέρφου μου που πάντα μπέρδευε τον Ρούντολφ το ελαφάκι, με τον Ρούντολφ Ες των Ναζί.  

Όχι με ημερολόγια, όχι με πρωτοχρονιές, όχι με αντίστροφες μετρήσεις. Έτσι μετριέται ο πραγματικός χρόνος για όλους εμάς. Λίγο να στεκόμαστε μαζί και λίγο να τρέχουμε τρομαγμένοι. 

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Αν υπήρχε Mega το ΄73


Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 1973 , ώρα 20:15

-Όλγα , είναι φανερό ότι οι καταληψίες του  Πολυτεχνείου-όπως κι αυτοί της Νομικής πριν λίγο καιρό- είναι αργόσχολοι, αιώνιοι φοιτητές, αναρχικοί και μπαχαλάκηδες που δεν αφήνουν τους σωστούς φοιτητές και νοικοκυραίους να σπουδάσουν.
-Γιάννη , μην ξεχνάμε επίσης ότι αν συνεχιστεί για λίγες ακόμα μέρες αυτή η θλιβερή κατάσταση, υπάρχει κίνδυνος να χαθεί το εξάμηνο.
-Και εκτός αυτού Όλγα , είναι πραγματικά κρίμα η τεράστια προσπάθεια της κυβερνήσεως εδώ και τόσα χρόνια, για να μπει η χώρα στο σωστό δρόμο , να βγει επιτέλους από το γύψο που έπρεπε να μπει , να πάρει το δρόμο μιας ακόμα εντονότερης ανάπτυξης, να δυσφημείται στο εξωτερικό από ενέργειες θλιβερών μειοψηφιών.
-Γιάννη , θα σου κάνω δυο παρατηρήσεις: πρώτον , στη χώρα υπάρχει ήδη εντονότατη ανάπτυξη , αρκεί να δει κανείς μόνο τους δρόμους που γίνονται! Και δεύτερο , για να κάνουμε και λίγο χιούμορ, τα προπέρσινα κατορθώματα της ομάδος μας στο θαύμα του Γουέμπλευ, είναι η καλύτερη διαφήμιση της ευμάρειας στον τόπο.
-Χα χα..! Πόσο δίκιο έχεις Παύλο!
-Μου επιτρέπετε να προσθέσω, ότι δεν είναι μόνο αυτά τα ζητήματα που τίθενται. Μην ξεχνάμε ότι η περιουσία του ιδρύματος, η περιουσία των φορολογουμένων , είναι στα χέρια λίγων ατόμων, γνωστών για την τάση τους στη βία. Για να μην πω για τα λεωφορεία που καταστρέφουν καθημερινά οι ταραξίες, κάνοντας επιδρομές μέσα από το Πολυτεχνείο. Ποιος θα τα πληρώσει αυτά Όλγα;
-Έχει δίκιο ο Παύλος. Πρέπει να υπενθυμίζουμε κάθε μέρα, σε κάθε ευκαιρία ότι καταδικάζουμε τη βία απ’όπου κι αν προέρχεται. Κλείνοντας…
-Όλγα πριν κλείσουμε να προσθέσω ότι είναι ποταπή και η συνθηματολογία των συγκεκριμένων φοιτητών (;;;)! Μα για ποιο ψωμί , ποια παιδεία και κυρίως ποια ελευθερία μιλούν, όταν όλα αυτά περισσεύουν στην Ελλάδα του 1973; Αυτά τα συνθήματα μας πηγαίνουν δεκαετίες πίσω, σε άλλες, μαύρες εποχές!
-Πολύ σωστή η παρατήρηση Γιάννη. Αυτά ήταν τα νέα του MEGA κυρίες και κύριοι. Εάν υπάρξουν εξελίξεις θα διακόψουμε το πρόγραμμα μας με έκτακτο δελτίο. Να είστε καλά. Καλό βράδυ.

Λίγες ώρες αργότερα…Ξημερώματα Σαββάτου 17 Νοεμβρίου 1973

-Δυστυχώς κυρίες και κύριοι πρέπει να διακόψουμε το πρόγραμμα μας, καθώς όπως πολλοί περίμεναν , η θλιβερή αυτή μειοψηφία των νεαρών που είχαν κλειστεί στο Πολυτεχνείο εδώ και 3 ημέρες , καταστρέφοντας τη δημόσια περιουσία, πριν λίγη ώρα επιτέθηκαν με σφοδρότητα στις δυνάμεις ασφαλείας. Πριν δούμε τα ντοκουμέντα, ας ακούσουμε ένα σχόλιο. Γιάννη…
-Όλγα δυστυχώς επιβεβαιωθήκαμε. Τα λέγαμε. Αυτή η αδίστακτη ομάδα των λίγων δεκάδων νεαρών, δε δίστασε να επιτεθεί ύπουλα στους αστυνομικούς και τους στρατιωτικούς που με θάρρος και αυταπάρνηση προσπάθησαν να δώσουν ξανά στον λαό το κτίριο του Πολυτεχνείου. Οι τρομοκράτες, γιατί περί τέτοιων πρόκειται, επιτέθηκαν και στους χιλιάδες φιλήσυχους πολίτες, οι οποίοι συγκεντρωμένοι εδώ και μέρες έξω από το κτίριο, απαιτούσαν να απελευθερωθεί το ίδρυμα.
Ευτυχώς για όλους μας δεν υπάρχει κάποιος τραυματίας αστυνομικός, ενώ οι ταραξίες έχουν οδηγηθεί στα κρατητήρια. Τις επόμενες ώρες , αν δεν έχει ήδη βγει, περιμένουμε και το πόρισμα του εισαγγελέα, το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες θα χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη ομάδα, τρομοκρατική οργάνωση.
-Αυτό είναι βέβαια. Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς Γιάννη. Παύλο , ένα σχόλιο.
-Όλγα , τι να πούμε; Δεν νομίζω ότι έχω να προσθέσω κάτι. Για να κάνω και λίγο τον δικηγόρο του διαβόλου να πω μόνο , ότι ελπίζω οι συγκεκριμένοι νεαροί να κατανοήσουν τα εγκλήματά τους και να μπουν ξανά στον ίσιο δρόμο. Άλλωστε , οι δομές του κράτους για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι ως γνωστόν επιτυχημένες , με το σωφρονιστικό σύστημα σε Μακρόνησο , Λήμνο , Άγιο Ευστράτιο να λειτουργεί υποδειγματικά , ακόμα και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
-Θα μου επιτρέψεις βέβαια Παύλο να τονίσω σε αυτό το σημείο ότι κάποια στιγμή πρέπει να ξαναδούμε το πόσο κοστίζουν στον Έλληνα φορολογούμενο αυτά τα “ταξιδάκια αναψυχής” των αναρχικών εγκληματιών. Ίσως πρέπει να περάσουμε σε πιο άμεσες ενέργειες σωφρονισμού.
-Έχει δίκιο Γιάννη , αλλά δεν είναι της ώρας.
-Θα σας διακόψω κάπου εδώ γιατί έρχονται νεότερες πληροφορίες από το χώρο των επεισοδίων. Σύμφωνα με αυτές οι εγκληματίες δεν δίστασαν να πετάξουν την πολύ βαριά καγκελόπορτα της πύλης του ιδρύματος πάνω σε διερχόμενο όχημα του Ελληνικού Στρατού. Είναι απίστευτα αυτά που συμβαίνουν. Μπορούμε νομίζω να δούμε και σχετική αποκλειστική φωτογραφία: 


polytexneio
-Όλγα νομίζω ότι η φωτογραφία αυτή αποδεικνύει την επικινδυνότητα των συγκεκριμένων ακραίων στοιχείων , που δεν σεβάστηκαν την κοινωνική ειρήνη.
-Παύλο , έχεις δίκιο. Δεν έχουμε κάτι άλλο να προσθέσουμε. Ας αφήσουμε τις αρχές να επιβάλλουν ξανά τη νομιμότητα στο κέντρο της Αθήνας. Περισσότερη αντικειμενική και αληθινή ενημέρωση αύριο ξανά , στις ειδήσεις του MEGA, στις 8 ακριβώς. Καληνύχτα σας.
Από:  http://ellinikaanalekta.wordpress.com