Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Κοσμοπολίτικος Μπουφές


Wayne Thiebaud, “Pies pies pies”, 1961
Η ελπίδα του ποιητή: να είναι, σαν το τυρί κάποιας κοιλάδας, τοπικός, αλλά να τον εκτιμούν και αλλού. – Γ. Χ. Ώντεν
Όταν πρωτοπήγα στην Αγγλία να σπουδάσω, είχα την τύχη να ξέρω ήδη καλά τη γλώσσα. Έτσι, δεν μου πήρε παραπάνω από έναν-δυο μήνες να αιστανθώ πραγματικά άνετα. Το έφερε κι η τύχη να πιάσω φιλία με τον Μέρβιν, έναν καλούτσικο γλύπτη που αργότερα έγινε εξαιρετικός τατουατζής, καθώς και να ερωτευτώ την κόρη ενός σκωτσέζου αντισυνταγματάρχη, και πολύ γρήγορα όλη μου η ζωή εκτυλισσόταν στα αγγλικά.
Με γοήτευσε η αγγλική γλώσσα, τη βρήκα σπουδαία. Έμαθα ότι όχι μόνο δεν αληθεύουν τα στερεότυπα της «φτώχειας» με τα οποία τη στολίζουν όσοι δεν την ξέρουν, αλλά πως έχει και μια εξαιρετική εκφραστική ακρίβεια. Διάβασα για την ιστορία της και, καθώς ζούσα εκεί, πειραματίστηκα με τους ιδιωματισμούς, τις διαλέκτους και τις προφορές. Μου άρεσε τόσο η αίσθηση πως έκανα δικό μου κάτι με το οποίο δεν είχα μεγαλώσει, ώστε βρήκα ξεκαρδιστική την μητέρα του Μέρβιν όταν πρωτογνωριστήκαμε και είπε στον γιο της: «Συμπαθητικός ο φίλος σου αλλά να μην είχε αυτή τη λαϊκή λονδρέζικη προφορά, από πού είναι;»
Κοντά στη γλώσσα, με γοήτευαν κι οι συμπεριφορές, οι συνήθειες, αυτό που λέμε με την ευρεία έννοια πολιτισμό – δεν εννοώ τον Σέξπιρ αλλά τους συνδυασμούς των σάντουιτς (τυρί με πίκλες), τον τρόπο που κινείται το πλήθος στον υπόγειο, τα εδουαρδιανά σπίτια χωρισμένα σε δεκάδες διαμερίσματα με ατέλειωτες σκάλες, τις εναλλαγές στο Λονδίνο, μια πόλη που δεν είναι παρά εκατοντάδες ενωμένα χωριά. Κι έμαθα να απολαμβάνω. Κατάλαβα πως δεν ήταν αλήθεια ότι «δεν ξέρουν να διασκεδάζουν, να τρώνε, να καλαμπουρίζουν» αλλά πως διασκεδάζουν, τρώνε και καλαμπουρίζουν διαφορετικά, και πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να τα βάλει κανείς όλα σε μια απόλυτη αξιολόγηση – το τσάι με γάλα είναι υπέροχο αν το γευτείς στο πλαίσιό του, το ίδιο και η καστανή πικρή μπύρα νωρίς το απόγευμα, καθώς τινάζεις τα πόδια σου από τη βροχή.
Επτά σχεδόν χρόνια αργότερα, έπρεπε να γυρίσω στην Ελλάδα για να πάω στον στρατό. Η βρετανίδα τότε φίλη μου –διαφορετική, συγχωρείστε με, από την σκωτσέζα– ήταν απαρηγόρητη. Όχι μόνο της ήταν ακατανόητη αυτή η υποχρέωση –κι εγώ είχα δυσκολίες κατανόησης, για άλλους όμως λόγους– αλλά της ήταν ακόμη πιο ακατανόητο το ότι αφορούσε εμένα: «Μα εσύ» μου είπε «είσαι Βρετανός».
«Όχι» της απάντησα. «Δεν είμαι καθόλου Βρετανός, ούτε στο ελάχιστο. Είμαι εντελώς, απόλυτα, ολοκληρωτικά Έλληνας». Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί το να σε γοητεύουν οι γλώσσες και τα σάντουιτς του υπόλοιπου κόσμου –κι είμαι βέβαιος ότι αν είχα ζήσει στη Γαλλία, στη Ρωσία ή στην Ινδία, το ίδιο θα συνέβαινε– πρέπει να σημαίνει ότι δεν είσαι αυτό που είσαι. Ακόμη δεν το καταλαβαίνω.
Δεν είχα, όπως δεν έχω ακόμη, καμία ιδιαίτερη περηφάνια που είμαι Έλληνας. Απλώς είμαι. Οπότε δεν ήταν κάποιο πλήγμα στην συγκεκριμένη εθνική μου ταυτότητα που με ενόχλησε. Ήταν περισσότερο μια λεπτή, αδιόρατη, μάλλον ακούσια αλλά πάντως πολιτισμικά χτισμένη υπόνοια πίσω από αυτό το «μα εσύ είσαι Βρετανός», μια υπόνοια που ψιθυρίζει: είναι καλύτερο να είσαι Βρετανός παρά Έλληνας. Η ίδια υπόνοια, παρεμπιπτόντως, που διακρίνω πια όχι σε Βρετανούς αλλά σε Έλληνες, οι οποίοι γυρνούν στην Ελλάδα και λένε πράγματα όπως: «Μα επιτέλους, ούτε σε μια ουρά δεν μπορούμε να σταθούμε σαν άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα!»
Τα θυμάμαι όλα αυτά όλο το διάστημα που η διαμάχη στη χώρα μας για «Έλληνες και ξένους» φουντώνει. Και σκέφτομαι ότι αυτό που μου φαινόταν αντίθεση ανάμεσα σ’ εμένα, που με διέκρινε, πίστευα, η υγιής εκτίμηση τόσο για τα «δικά μου» όσο και για «του άλλου», και στους συμπατριώτες μου που εσωτερίκευαν σε τέτοιο βαθμό την υπεροχή «του άλλου» ώστε να γυρνούν με διάθεση να διδάξουν πώς στεκόμαστε στις ουρές, δεν ήταν στην πραγματικότητα κανένα βαθύ ρήγμα, παρά μόνο ίσως μια γρατζουνιά, μια επιφανειακή, προσχηματική διαφορά· ελάχιστα πιο βαθιά, είμαστε το ίδιο. Ο λόγος που μου φαινόταν αντίθεση και ρήγμα είναι ότι ξεχνούσα σε πόσο τεράστιο βαθμό εκείνο που μου έμοιαζε τόσο εύκολο, να σταχυολογώ πολιτισμικές εμπειρίες και να βυθίζομαι όσο θέλω στον άλλο –να το πω «κοσμοπολίτικο μπουφέ»;–, διατηρώντας όλη την ώρα μια αβίαστη συνείδηση του τόπου όπου γεννήθηκα, δεν είναι καθόλου εύκολο, δεν είναι καν μια «φυσιολογική» συμπεριφορά, αλλά κάτι που προϋποθέτει σκληρά ταξικά προνόμια: μόρφωση κι ευημερία – και μαζί την (κριτική) απόσταση που δημιουργούν, τη μεγάλη κατάκτηση που συχνά την ερμηνεύουμε λέγοντας πως δεν παρέμεινες όλη σου τη ζωή δέσμιος των συνθηκών σου, αλλά η πραγματικότητά της είναι πως οι συνθήκες σου ήταν από την αρχή πιο ευνοϊκές από ό,τι άλλων – είτε Ελλήνων είτε Βρετανών.
__
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 26

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου