Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Τα ΜΜΕ, η πόλωση και οι δύο ελέφαντες στο δωμάτιο


Το επίπεδο της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα είναι αξιοθρήνητο. Κι από τα προνομιακά βήματα εκφοράς δημοσίου λόγου –το Κοινοβούλιο, τα πανεπιστήμια– τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι μάλλον αυτό που επαξίως κερδίζει το στεφάνι του πλέον βορβορώδους. Κι αν μιλώ για τα ΜΜΕ, συγχωρείστε με, μα δεν μιλώ συντεχνιακά. Στ’ αλήθεια το πιστεύω ότι δημοκρατική κοινωνία δίχως έναν ικανοποιητικό βαθμό ποιότητας και ανεξαρτησίας –και τα δυο μαζί– στα ΜΜΕ της δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Η Ελλάδα είναι ακλόνητη απόδειξη γι’ αυτό: η έκπτωση της δημοκρατίας είναι ταυτισμένη με την εξώνηση των ΜΜΕ. Κοντά στ’ άλλα –ίσως και πριν απ’ όλα, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό–, αν είναι να συζητήσουμε για μια επόμενη μέρα όπου η πολιτική εξουσία θα είναι υπόλογη και η δημοκρατία θα διευρύνεται αντί να περιστέλεται, πρέπει να συζητήσουμε και για το πώς θα καλλιεργηθεί ένα υγιές πεδίο ενημέρωσης, ανάλυσης, αναστοχασμού και δημοσίου λόγου.
Όμως προτού βάλουμε κάτω τα όνειρα ή και τα σχέδια, πρέπει να διαπιστώσουμε ότι τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ήταν πάντοτε έτσι. Μακριά από μένα οι δοξολογίες του τάχα εντίμου παρελθόντος, δεν εννοώ ότι δεν έπαιζαν πολιτικά παιχνίδια ούτε ότι δεν διαπλέκονταν με την εξουσία ούτε φυσικά ότι η ποιότητά τους ήταν τέτοια που να αξίζει στ’ αλήθεια εύσημα· εννοώ όμως ότι θυμούνταν αρκετά συχνά πως ήταν, πέρα από οτιδήποτε άλλο, υλικά γι’ ανάγνωση και σκέψη, ότι προσέφεραν και έστω λίγα πράγματα που εξαιρούνταν από τις βλέψεις τους ως επιχειρήσεων, ότι δεν ήταν ακόμη αυτό το άκαμπτο, μονοκόμματο, συμπαγές μέτωπο της καθεστωτικής παπαγαλίας, όπου όλα μαζί –τάχατες άλλα συντηρητικά κι άλλα της Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης– αναπαράγουν μία, απαράλλαχτη κυβερνητική γραμμή, σ΄ ένα διαρκές κήρυγμα πολιτικού και πολιτισμικού κομφορμισμού.
Κι είναι χρήσιμο να το διαπιστώσουμε αυτό διότι φωτίζει την κατάσταση της πόλωσης που έχει διαμορφωθεί – από τη μία αυτοί κι από την άλλη λιγοστά μέσα, κυρίως του διαδικτύου αλλά και λίγα έντυπα, όπως και τούτο το περιοδικό, που προσπαθούν να υπάρχουν ανεξάρτητα, αντεπιτιθέμενα στο βόρβορο κι αποδομώντας κάθε μέρα την καθεστωτική νεογλώσσα. Η πόλωση γεννήθηκε επειδή δεν υπήρχε πια κανένα σημείο εκτόνωσης, η βαρβαρότητα του κυρίαρχου δημοσίου λόγου έγινε τέτοια που όχι ο αντίλογος αλλά ακόμη κι η παραμικρή παρέκκλιση καταδικάστηκε κι εξοβελίστηκε.
Καλώς υπάρχει, λοιπόν, πόλωση. Πρέπει να υπάρξει. Ωστόσο, την πόλωση έχει λόγο να την αποδέχεται κανείς μόνον εφόσον την αντιλαμβάνεται ως την κατάσταση εκείνη που οδηγεί κατ’ ελάχιστον σ’ ένα ξεκαθάρισμα αλλά ευκταίο είναι και σ’ ένα νέο τοπίο. Ένα τοπίο που, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ορίζεται μέχρι στιγμής περισσότερο από το πώς αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν παρά από το πώς αντιλαμβανόμαστε το μέλλον. Κι αυτό επειδή υπάρχουν όχι ένας αλλά δύο ελέφαντες σε τούτο το δωμάτιο, που κάνουμε ότι δεν τους βλέπουμε.
Ο ένας είναι ένας εύλογος αλλά επικίνδυνος φόβος: τη διαπίστωσή μας πως τα κυρίαρχα ΜΜΕ κατέληξαν έτσι επειδή η μέθοδος με την οποία παρέμεναν προσοδοφόρα –μολονότι ως επιχειρήσεις εδώ και χρόνια προβληματικά– ήταν ότι συνέδεσαν την βιωσιμότητά τους με τις υπηρεσίες τους στην πολιτική εξουσία, δεν την φτάνουμε ως τη λογική της απόληξη, δηλαδή ως το ερώτημα: Ποιος είναι ο άλλος τρόπος; Έχουμε ψήγματα μιας απάντησης, ενός τρόπου που περιλαμβάνει μια άλλη αντίληψη της δημοσιογραφίας, μια άλλη σχέση με τους αναγνώστες, μια άλλη συγκρότηση του δημοσίου χώρου, μια άλλη διαμόρφωση της «αγοράς», πολλή πολλή δουλειά και πολλή πολλή αβεβαιότητα.
Κι εδώ ερχόμαστε στον δεύτερο ελέφαντα: Τον λένε ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ο γνώριμος τρόπος, αυτός που ενστερνίστηκαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ που τόσο βδελυσσόμαστε πια, είναι ασύγκριτα ευκολότερος. Κι εμάς, τους «απ’ εδώ» της πόλωσης, ήδη στη δημόσια συζήτηση μας ταυτίζουν με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος –μοιραία– ως η μείζων πολιτική δύναμη που υπερασπίζεται τις δημοκρατικές ελευθερίες, κυριαρχεί στον αντικαθεστωτικό λόγο. Ταυτιζόμαστε, για την ώρα, εν μέρει λόγω της προπαγάνδας των απέναντι κι εν μέρει επειδή έχουμε –και σωστά– αρνηθεί να υιοθετήσουμε την επαίσχυντη τακτική των δήθεν «ίσων αποστάσεων». Αν όμως είμαστε, και πάλι, ειλικρινείς, υπάρχουν αυτοί ανάμεσά μας, στην «απ’ εδώ» πλευρά της πόλωσης, που περιμένουν τη λύση στην πρόκληση της βιωσιμότητας και της μακροημέρευσης από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι ακόμη η ώρα γι’ αυτή τη μάχη. Αλλά πλησιάζει. Κι όταν έρθει η ώρα της, αυτή η μάχη θα είναι πιο κρίσιμη από αυτές που μαίνονται τώρα.
___
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 25 (Ιανουάριος 2014)
Πηγή: http://artfullyonsaturday.wordpress.com/

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Το ποτάμι πίσω δε γυρνά


Τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ πέφτουν κατακόρυφα. Η ΝΔ ακολουθεί αργά και σταθερά  στην κατρακύλα αυτή και μαζί οδεύουν στον πάτο εκεί που μοιραία οδηγήθηκαν μέσω της σκληρής και απάνθρωπης πολιτικής τους. Τους τελευταίους μήνες και οι δύο πλευρές προσπαθούν με νύχια και με δόντια να σωθούν καταστρατηγώντας οποιοδήποτε μέσο με οποιοδήποτε τίμημα, όσο χαμηλά και αν πέσουν, σε όσα πτώματα και αν πατήσουν. Τελευταία σανίδα σωτηρίας του ΠΑΣΟΚ (δηλαδή του Βενιζέλου) ήταν η κίνηση της Ελιάς, που τελικά χθες βούλιαξε με την αποχώρηση των 58. Έτσι ο Βενιζέλος έμεινε και πάλι μόνος του οπότε ίσως γλείψει περισσότερο το κωλαράκι του Σαμαρά.

Με την κατάρρευση της κίνησης της Ελιάς, το πρωτοπαλίκαρο Σταύρος Θεοδωράκης βρήκε την ευκαιρία να αυτοπροσδιοριστεί και αυτός σαν κεντροαριστερός ιδρύοντας το δικό του κόμμα, που ονομάζεται "το ποτάμι", για να κατεβεί στις εκλογές και να απευθυνθεί στο κοινό εκείνο που στόχευαν οι 58.

Αλήθεια τι θέλουν να μας πουν όλοι με αυτή την ιστορία με τη δήθεν κεντροαριστερά; Χρειαζόμαστε άραγε έναν τέτοιο εκπρόσωπο σαν λαός την ώρα που όλα καταρρέουν γύρω μας με πρώτο πρώτο το ίδιο το πολίτευμά μας;

Σίγουρα όχι. Μια τέτοια κίνηση, όπως τονίστηκε και από πολλούς άλλους, απλά διευκολύνει κάποιους  που καταρρέουν μαζί με όλα τα υπόλοιπα και ξέρουμε ποιοι είναι αυτοί. Ας τους διευκολύνουμε κι εμείς με τη σειρά μας να κατρακυλήσουν και άλλο. Και μαζί ίσως και κάποιοι σαν στον Σταύρο Θεοδωράκη που φαίνεται τι ρόλο διαδραματίζουν. Το ποτάμι πάντως, σίγουρα πίσω δε γυρνά πια για κάποιους...

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Η επέλαση των δημοσιολόγων

Ημιμάθεια που όμως περιβάλλεται από έναν αδιευκρίνιστο μανδύα εξειδίκευσης, αδιαφανής χρήση της οπτικής γωνίας και μεταμόρφωσή της σε «κοινή λογική», που είτε τη δέχεσαι ως οπαδός της, είτε ονομάζεσαι αρνητής της, ευχέρεια στο χειρισμό των νέων μέσων, εμπάθεια που μεταμφιέζεται σε πάθος. Αυτές είναι οι βασικές οδηγίες χρήσης του δημοσιολόγου, οι βασικές του λειτουργίες.
Papanikolaou dimosiologoiΣτις αρχές Δεκεμβρίου 2013 η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου κλήθηκε να μιλήσει στο 25ο Πανελλήνιο Συνέδριο για το AIDS. Αν κανέναν τον ξενίζει το γεγονός της πρόσκλησης αυτής –η Τριανταφύλλου δεν είναι και ο πρώτος άνθρωπος που σου έρχεται στο νου ως ιδανική ομιλήτρια σε ένα συνέδριο για το AIDS–, την ίδια δεν φαίνεται να την πτόησε. Γιατί η Τριανταφύλλου είχε μόλις διαβάσει ένα δημοφιλές και εκλαϊκευτικό βιβλίο για τους αρνητές του AIDS, την περίληψη του οποίου ήταν πολύ πρόθυμη να δώσει στο κοινό της. Ήταν, ως εκ τούτου, πλέον, εκτός των άλλων, μια ειδικός και για την ασθένεια του αιώνα.
Το κείμενο της, που δημοσιεύθηκε αμέσως μετά σε ηλεκτρονικό περιοδικό του βιβλίου, αξίζει να προσεχτεί όχι τόσο για όσα γράφει περί αρνητών του AIDS.[1] Στην καλύτερη περίπτωση είναι πασίγνωστα, ενώ στη χειρότερη είναι μάλλον απλοϊκά και λιγάκι άψαχτα.[2] Το κείμενο αξίζει, όπως μερικοί ήδη θα το φαντάστηκαν, για τη γυριστή που επιφυλάσσει στο τέλος.
Διότι, αν η Τριανταφύλλου ξεκινά αναπαράγοντας τα πανθομολογούμενα, οικτίροντας ως θεωρία συνωμοσίας το επιχείρημα ότι το AIDS δεν υφίσταται (ιδέα όντως αστήριχτη εντελώς, αλλά και εγκληματικά ανεύθυνη), και γενικά καταγγέλει, με το καπέλο της οπαδού του Διαφωτισμού, όλες αυτές τις θεωρίες ως συλλήβδην οπισθοδρομικές και αδιαφώτιστες, κάπου στη μέση του κειμένου της ο στόχος μετασχηματίζεται. Για την άρνηση του AIDS και για την εξάπλωση του ιού στην υποσαχάρια Αφρική ευθύνονται, μας λέει, τα παγκόσμια «“παλαβά” πολιτικά άκρα». Λίγες γραμμές αργότερα, το «φταίνε τα άκρα» μετονομάζεται. Οι απόψεις των αρνητών γνώρισαν, λέει η Σώτη, «επιτυχία στους κύκλους των συνωμοσιολόγων της άκρας Αριστεράς».
Όπως καταλάβατε, και σε αυτή την υπόθεση, επιστρατεύεται το γνωστό σχήμα με το οποίο περιοδεύει τον τελευταίο καιρό η συγγραφέας: για οποιοδήποτε κακό φταίει η πολιτική ανωριμότητα κάποιων → φταίνε τα πολιτικά άκρα → φταίει η άκρα Αριστερά → [φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ]. Το τελευταίο, για να είμαστε και δίκαιοι, δεν εκστομίστηκε από το βάθρο του πανελλήνιου συνεδρίου για το AIDS – έχει και η αναξιοπρέπεια τα όριά της. Η ρητορική θέση και το πλαίσιο εκφοράς όμως είχαν στόχο ακριβώς αυτό να υπονοήσουν.
Όταν πρωτοδιάβασα τη συγκεκριμένη παρέμβαση της Τριανταφύλλου οργίστηκα. Όχι για την άγνοια, το θράσος και την κακοήθεια κάποιου που ήθελε να κάνει μικροπολιτική με ένα θέμα τόσο σοβαρό. Ούτε για το πόσο το κείμενο ήταν παράδειγμα αυτού που υποτίθεται ότι κατέκρινε, δηλαδή παράδειγμα ημιμάθειας και ξερολισμού με εσάνς πολιτικής απρέπειας. Αυτό που με ενόχλησε περισσότερο από όλα ήταν η θέση που παίρνει αυτού του τύπου η στήριξη συγκεκριμένων θέσεων στον ελληνικό δημόσιο διάλογο τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα στην τελευταία εποχή της Κρίσης.
Διότι αυτό που εντυπωσιάζει σήμερα είναι η ανάδυση ενός νέου τύπου σχολιαστή, που υπερβαίνει την οποιαδήποτε προηγούμενή του εξειδίκευση και αρχίζει να γίνεται ειδικός για τα πάντα, συνήθως με το επιχείρημα ότι εκφράζει την «κοινή λογική». Γράφει στα μπλογκ, αρθρογραφεί, καλείται στα πάνελ ως εκπρόσωπος του εαυτού του, συμμετέχει σε δημόσια στρογγυλά τραπέζια – όσο κι αν κάποτε, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση Τατσόπουλου, Χειμωνά, Δοξιάδη ή Κιντή, συνεργάζεται με πολιτικές κινήσεις. Κι αυτό που προσφέρει δεν είναι εξειδίκευση, και στη βάση αυτής ανάλυση μιας γενικότερης συνθήκης. Τουναντίον, αυτό που ο συγκεκριμένος τύπος σχολιαστή πουλάει δεν είναι ούτε η βαθιά γνώση, ούτε η ευρυμάθεια. Αλλά το ότι στη βάση μιας βολικής, εύγλωττης και εύχρηστης ημιμάθειας, είναι διατεθειμένος να συμμετάσχει στη δημόσια συζήτηση ώστε να καταλήξει εντέλει, όποιο κι αν είναι το θέμα, να προσφέρει μια πολύ στενή πολιτική ατάκα εκφρασμένη με εμμονή. Η ανάλυση των επιχειρημάτων λίγο μετράει. Αντίθετα, αυτό που μετράει είναι η έμμονη επίκληση μιας υπερέννοιας (εκσυγχρονισμός, ευρωπαϊκότητα, κεντροαριστερά, κακή Αριστερά, Έλληνες=μπαχαλάκηδες, δύο άκρα, βία, ανώριμη ελληνική κοινωνία) πάνω στην οποία ο συγκεκριμένος σχολιαστής έχει τσιμεντάρει προσωπικό στύλ. Ό,τι και να συζητιέται, ξέρουμε όλοι πώς θα το πιάσει ο Ηλίας Κανέλλης, η Λένα Διβάνη, ο Πάσχος Μανδραβέλης, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, ο Χρήστος Χωμενίδης. Αυτό που ο συγκεκριμένος τύπος σχολιαστή πουλά δεν είναι έρευνα και γνώση, είναι οπτική γωνία.
Αυτός ο νέος τύπος ειδικού αναλυτή λειτουργεί ως συνέχεια του νέου τύπου δημοσιογράφου, αυτού που θα ονόμαζα «δημοσιογράφος του ρόλου» και τον γνωρίζουμε από τις τηλεοπτικές ειδήσεις. Ο δημοσιογράφος του ρόλου είναι αυτός που αναλαμβάνει να τοποθετηθεί με συγκεκριμένη οπτική γωνία (την ίδια πάντα κάθε φορά), ώστε να δοθεί μια επίφαση πολυφωνίας στο όλο τηλεοπτικό προϊόν. Αν όμως η δουλειά του δημοσιογράφου του ρόλου είναι πια εντελώς ευδιάκριτη στο κοινό του (που πλέον παρακολουθεί τις Ειδήσεις ως μικρά θεατρικά έργα), η πιο εξευγενισμένη και λιγότερο διαυγής του εκδοχή είναι ο «ειδικός του ρόλου», αυτός δηλαδή ο σχολιαστής που καλείται ως εξειδικευμένος για να πουλήσει κι αυτός οπτική γωνία αλλά με καλύτερες περγαμηνές. Δεν μιλάμε πια για δημοσιογράφο, αλλά για ό,τι θα ονόμαζα δημοσιολόγο. Στα αγγλικά αναφέρεται ως pundit, μια λέξη που μπορεί να προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη για τον σοφό, καταλήγει όμως πλέον να έχει αρνητική έννοια, δηλώνοντας τον φανατικό σχολιαστή. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο οι pundits, οι δημοσιολόγοι, όσο και οι δημοσιογράφοι του ρόλου, ευδοκιμούν σήμερα στο μιντιακό σύστημα της Αμερικής, όπου η θέση τους εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε σε συνδυασμό με τη γιγάντωση της ιδιωτικής καλωδιακής τηλεόρασης και των νέων τεχνολογιών. Εδώ και μια εντυπωσιακή ειρωνεία: μολονότι οι περισσότεροι Έλληνες δημοσιολόγοι διεκδικούν για τον εαυτό τους το ρόλο «οργανικού διανοούμενου», και υπονοούν ότι μάχονται για μια δυτικοευρωπαϊκού τύπου κουλτούρα δημοσίου διαλόγου, που δεν υπάρχει στην υπανάπτυκτη Ελλάδα, ουσιαστικά κρύβουν ότι βοηθούν να δημιουργηθεί κάτι πολύ διαφορετικό. Μια μιντιακή ζούγκλα της οπτικής γωνίας, ανάλογη αυτής που καθορίζει το οικοσύστημα των ΜΜΕ, τη δημόσια σφαίρα και την πολιτική σε χώρες όπως οι ΗΠΑ.
Τη θέση του στη δημόσια σφαίρα ο δημοσιολόγος, βέβαια, την έχει κατακτήσει λόγω της προηγούμενής του σχέσης με μια εξειδίκευση. Πανεπιστημιακοί, συγγραφείς, πρώην οικονομολόγοι της ελεύθερης αγοράς, περίεργοι διαφημιστές, ένας δυο μεταφραστές, ακόμα κι ένας σκηνοθέτης. Στη βάση των πρώην ρόλων τους, όχι μόνο τώρα όλοι αυτοί δημοσιολογούν ως ειδικοί, αλλά και λαμβάνουν θέσεις σε διοικητικά συμβούλια (οργανισμών με τους οποίους συχνά δεν έχουν καμία σχέση) και διαβουλεύονται για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση. Όμως, αν προσέξει κανείς το λόγο τους, σχεδόν ποτέ δεν αναφέρονται σε εκείνη την προηγούμενή τους εξειδίκευση και δεν αντλούν τα γενικότερα επιχειρήματά τους από την πιο ειδική τους σχέση με το σύστημα γνώσης ή με την πολιτικοκοινωνική τους εμπειρία σε συγκεκριμένους ρόλους. Αντίθετα, όταν έρθουν αντιμετωποι με ανθρώπους που όντως το κάνουν αυτό, ο ρόλος των δημοσιολόγων φαίνεται ακόμα πιο γυμνός. Γιατί έκανε τέτοια εντύπωση η πρόσφατη τηλεοπτική παρουσία ανθρώπων όπως ο Γ. Κατρούγκαλος, η Δ. Κουτσούμπα και ο Δ. Πουλικάκος, σε μια εκπομπή που εξειδικεύεται στη διαμόρφωση και χρήση των δημοσιολόγων, την Ανατροπή του Πρετεντέρη; Η απάντηση δεν είναι ότι αυτοί δεν είχαν πολιτική θέση ή/και κομματική ένταξη – είχαν. Εντυπωσίασε όμως ότι ο λόγος τους βρέθηκε σε απόλυτη αντίστιξη με αυτόν των δημοσιολόγων, ακριβώς επειδή ξεκινούσε από την εξειδίκευσή τους και την κοινωνική τους εμπειρία στη βάση αυτής της εξειδίκευσης. Άκουγες έναν συνταγματολόγο, μια συνδικαλίστρια αρχαιολόγο, έναν sui generis ηθοποιό· και όχι μια πιωμένη αριστερομάχο, γνωστή και ως συγγραφέα.
Είναι σημαντικό ότι, αν δει κανείς ποιοι ακριβώς είναι οι δημοσιολόγοι, καταλήγει ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι άνθρωποι που πραγματικά απέτυχαν, στον τομέα τους, να φέρουν τον καινούριο αέρα που υποτίθεται τώρα ευαγγελίζονται ότι με την κοινή τους λογική φέρνουν στον δημόσιο λόγο. Στα γράμματα, στη δημοσιογραφία, στις τέχνες, στην επιστήμη τους, οι περισσότεροι από αυτούς τους δημοσιολόγους απέτυχαν, όταν έπρεπε, να φέρουν ανανέωση, ριζική αναδιαμόρφωση και ουσιαστικά μαχητική σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς είναι που τώρα αποκρύπτουν. Αντιστέκεται κανείς στον περίεργο ρόλο τους, όταν απλώς θυμίζει αυτή την πραγματικότητα.
Τους αντιστέκεται, επίσης, όταν δεν πέφτει στην πιο εξεζητημένη παγίδα που στήνεται με τη συνδρομή τους. Γιατί η επέλαση των δημοσιολόγων έχει στόχο, εκτός των άλλων, να μεταμορφώσει ολόκληρη τη δημόσια σφαίρα σιγά σιγά σε δημοσιολογική αρένα. Το αποτέλεσμα είναι η υπονόμευση, εκ των έσω, και της εξειδίκευσης και του ρόλου του οργανικού διανοούμενου, που (θέλουν πλέον να) θεωρείται απλώς εκφραστής στενής μονομέρειας. Όλοι σήμερα δημοσιολογούν στοχευμένα, σου λένε, δεν είμαστε μόνο εμείς που πουλάμε οπτική γωνία και φανατισμό. Κι εσύ –ακόμα και με ένα κείμενο που μας στοχεύει– το ίδιο δεν κάνεις;
Αξίζει κανείς να μην υποκύψει σε αυτό τον εκβιασμό, κι αυτό ακριβώς προσπαθώ να δείξω εδώ. Υπενθυμίζοντας το προφανές: αντιστέκεσαι σε όσους ομιλούν περί παντός και κάνουν ημιμαθές κήρυγμα λες και μοιράζουν χάντρες σε ιθαγενείς, όχι με το να σταματάς να μιλάς αλλά με το να δείχνεις τι αυτοί δεν κάνουν. Με το να δείχνεις τι σημαίνει να οργίζεσαι για όσα σε αφορούν, να μιλάς γι’ αυτά τα οποία γνωρίζεις, να αγωνίζεσαι γι’ αυτά τα οποία έχεις κατακτήσει, και να κάνεις φορέα του λόγου σου όχι το κωλοπετσωμένο μικρόφωνο που κάποτε καβάντζωσες, αλλά την ηθική ευθύνη που είσαι διατεθειμένος να πάρεις όταν πραγματικά έχεις άποψη και πιστεύεις ότι πρέπει να τη μοιραστείς.

[2] Η Τριανταφύλλου, για παράδειγμα, φαίνεται να συνδέει την εξάπλωση του AIDS στην υποσαχάρια Αφρική κατά κύριο λόγο με τους αρνητές της ασθένειας – αγνοώντας τη βασική βιβλιογραφία, που δίνει σαφώς μεγαλύτερο βάρος στους κοινωνιοοικονομικούς παράγοντες, στην ανακόλουθη πολιτική των δυτικών χωρών αλλά και των φαρμακευτικών εταιρειών, στην απροθυμία να στηριχθούν προγράμματα ενημέρωσης που να λαμβάνουν υπόψιν τους τις διαφορετικές πολιτισμικές συνήθειες στις χώρες της Αφρικής, και στο πλέγμα ντροπής και στίγματος γύρω από την ασθένεια. Δες Helen Epstein, The Invisible Cure: How We Are Losing the Fight Against AIDS in Africa, Νέα Υόρκη, 2007. Η Τριανταφύλλου αναφέρει την γνωστή περίπτωση της απολύτως λανθασμένης πολιτικής για το HIV του Τάμπο Μπέκι στην Νότιο Αφρική. Φαίνεται όμως να αγνοεί και την πολυπλοκότητα αυτής της περίπτωσης, και τα όρια της επιρροής της, και το ότι ο Μπέκι δεν ήταν ούτε «παλαβό πολιτικό άκρο» ούτε «άκρα αριστερά», και το ότι ενάντια στην πολιτική του για την επιδημία HIV/AIDS υπήρξε εξαρχής τεράστια αντίδραση ακόμα και εντός του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσσου.
___
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 25 (Ιανουάριος 2014)
Πηγή: http://artfullyonsaturday.wordpress.com/

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

Με εντολή Σαμαρά απαγορεύεται το σύνθημα "μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι"


Μετά τις καταιγιστικές εξελίξεις με την υπόθεση της "Ελληνοφρένειας", η ελληνική κυβέρνηση για μία αλλη φορά αποφάσισε να λάβει δράση και εξ ονόματος του μεγάλου μας πρωθυπουργού να βάλει τέλος στο κλίμα λασπολογίας που έχει δημιουργηθεί γύρω από την ελληνική αστυνομία τα τελευταία χρόνια.

Σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχυλίσει αποτέλεσε η σάτυρα της εκπομπής "Ελληνοφρένεια" που προβάλλεται στην ιδιωτική τηλεόραση. Σύμφωνα με την μηνυτήρια αναφορά των αστυνομικών  στην εκπομπή «συγκεκριμένα εμφανίζονται ... ηθοποιοί που φέρουν πλήρη επιχειρησιακή στολή των ΥΑΤ, με όλα τα εμβλήματα και διακριτικά του Σώματος, ως επίσης και της ομάδας ΔΕΛΤΑ, τους οποίους οι υπόλοιποι συμπρωταγωνιστές, τους χλευάζουν και συχνά τους κοσμούν με ένα σωρό κοσμητικά επίθετα και άσεμνες χειρονομίες, αφήνοντας μηνύματα ότι πρόκειται περί ηλιθίων». Ο πρωθυπουργός με δικιά του ευθύνη αποφάσισε να δράσει καταλυτικά βάζοντας τέλος στην ηθική κατάπτωση της χώρας μας και στο θράσος κάποιων "γνωστών - αγνώστων" που στοχοποιούν και προσπαθούν να υποβαθμίσουν το έργο της ελληνικής αστυνομίας και "που όλοι ξέρουμε τον χώρο στον οποίο ανήκουν, τι εκπροσωπούν και που στοχεύουν". Επίσης φήμες λένε ότι τηλεφώνησε τον Κοντομηνά και είπε ότι θα του κόψει τις μίζες το παλιοτσόγλανο, που φιλοξενεί όλα τους αλήτες στο κανάλι του.

"Είναι ευρέως γνωστό, τόνισε, το σημαντικό έργο της ελληνικής αστυνομίας τους χαλεπούς αυτούς καιρούς. Απορώ πώς κάποιοι έχουν το θράσος να κοροϊδεύουν τους αστυνομικούς και τους στολίζουν με κοσμητικά επίθετα, αφού είναι γνωστό ότι είναι τα καλύτερα παιδιά αφού παίρνουν εντολές από τον Νίκο τον Δένδια. Επίσης απορώ πώς κάποιος τους χαρακτηρίζει ηλίθιους αφού ξέρουν να κάνουν πρόσθεση." Με τα λόγια αυτά του ελληνα πρωθυπουργού συμφώνησε και ο Μπάμπης Παπαδημητρίου που τόνισε την ανάγκη ύπαρξης μιας "σοβαρότερης ελληνικής αστυνομίας" που δε θα σηκώνει άλλα τέτοια...

Δημοσκόπηση που έγινε απο γνωστή εταιρία δείχνει ότι οι έλληνες συμφωνούν με την απαγόρευση του συνθήματος γιατί και οι μπάτσοι μάνες έχουν. Επίσης το 90% δήλωσε ότι περασμένα ξεχασμένα κάτι δακρυγόνα, κάτι σπασμένες μυτούλες, κάτι βιασμοί με γκλόπ, κάτι μπουνίτσες και κάτι κλωτσίτσες που έπεσαν και ότι όλα αυτά έγιναν περισσότερο μέσα στον χαβαλέ και στην πλάκα. Οι έλληνες δηλώνουν έτοιμοι να υποδεχτούν με ανοιχτές αγκάλες τα νέα αυτά μέτρα και ότι κάλιο να φάνε και καμία εξορία παρά να καταρρεύσει η χώρα.

Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι όλοι παιδιά του ίδιου Θεού είμαστε και γι' αυτό θα πάει να προσευχηθεί για εμάς  στο Άγιο Όρος. Άμα η κατρακύλα στις δημοσκοπήσεις συνεχιστεί θα μας γαμήσει την Παναγία.

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Περιμένοντας το "λιμενικό"


Οι εξελίξεις έτρεχαν αυτό τον καιρό που βρισκόμουν μακρυά από τον Ονειρο-πόλο. Οι ημέρες που πέρασαν ήταν αρκετά συνταρακτικές με πολλές κακές και κάποιες καλές στιγμές. Πάντα όταν συμβαίνει ένα συμβάν που αφορά την κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας, όπως για παράδειγμα το κλείσιμο της ΕΡΤ ή ένα άλλο οποιοδήποτε συμβάν σαν αυτά που μας έχουν απασχολήσει όλους τον τελευταίο καιρό, παρακολουθώ με ενδιαφέρον τη δράση και τις αντιδράσεις των πολιτικών αλλά και των πολιτών της χώρας μας. Είναι ενδιαφέρον γιατί, πέρα από τις αντιδράσεις τους, αυτοί οι άνθρωποι είναι που δρομολογούν πολλές φορές και τα γεγονότα και παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτά. Και το θράσος τους μοιάζει να μην έχει κανένα όριο. Ο σεβασμός τους, ακόμη και σε ευαίσθητα θέματα, όπως τον θάνατο κάποιου, μοιάζει να είναι μηδενικός. Η βλακεία τους πάνω από όλα είναι ανεξάντλητη. 

Τον τελευταίο καιρό πάντα οι κινήσεις της κυβέρνησης μία προς μία με εκπλήσσουν και με αφήνουν άφωνο. Πάντα θα κάνουν κάτι το οποίο, ο αθώος μου ίσως νους, να μη το χωράει και να μην το δέχεται για κοινωνικούς, πολιτικούς, ηθικούς, συναισθηματικούς ή οποιουσδήποτε άλλους λόγους. Τις ημέρες που πέρασαν τα κεντρικά δελτία ειδήσεων γέμισαν με εικόνες νεκρών ανθρώπων, να βυθίζονται στα  νερά του αιγαίου. Οι άντρες του λιμενικού ήταν εκεί και φρόντισαν ώστε 12 άτομα, ανάμεσά τους και 9 παιδιά να πνιγούν. Ακολούθησαν οι απάνθρωπες δηλώσεις του Ν. Δένδια για "τραγικής ποιότητας μεταναστών" που δέχεται η Ελλάδα ενώ τα Μ.Μ.Ε. ήρθαν για να βεβηλώσουν και να συκοφαντήσουν τους νεκρούς μετανάστες.

Ακολούθησαν οι σεισμοί στην Κεφαλλονιά, με τους κατοίκους της να χάνουν τα σπίτια τους και τον Αντώνη Σαμαρά να επισκέπτεται το νησί ξεκινώντας την προεκλογική τους εκστρατεία. 

Τις επόμενες ημέρες ο Τάσος Θεοφίλου καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη χωρίς αποδεικτικά στοιχεία. Από την άλλη, μία δημοσιογράφος οδηγήθηκε στη ΓΑΔΑ πριν λίγες ημέρες για δημοσίευση ενός άρθρου της εφημερίδας της κυβέρνησης, το οποίο είχε δημοσιευτεί στην...εφημερίδα της κυβέρνησης και βαφτίστηκε όλως παραδόξως απόρρητο από τις αρχές, καταδικάζοντας την εν λόγω κυρία. Αυτή είναι η Ελληνική μας δικαιοσύνη.

Η Ελληνική αστυνομία επίσης διέπρεψε τις ημέρες αυτές, καλώντας στα αστυνομικά τμήματα μαθητές σε συνεργασία με διευθυντές των σχολείων όπου φοιτούσαν, γιατί συμμετείχαν σε καταλήψεις. Οι αστυνομικοί ανέκριναν τους νέους ρωτώντας τους τι ψηφίζουν οι γονείς τους, αν ανήκουν σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο και ποια η σχέση τους με καθηγητές που συμμετείχαν στις απεργίες των προηγούμενων μηνών. Οι μαθητές αυτοί λέγεται ότι θα αποκλειστούν από τις πανελλήνιες λόγω τις συμμετοχής τους στις καταλήψεις.

Η σοβαρή μας Ελληνική αστυνομία ακόμη κατέθεσε μήνυση κατά της τηλεοπτικής εκπομπής "Ελληνοφρένεια" καθώς όπως αναφέρεται από τον διοικητή του αστυνομικού τμήματος Αχαϊας που την κατέθεσε, η εκπομπή σατιρίζει και παρουσιάζει σαν γελοίους τους αστυνομικούς, ενώ αυτοί είναι όλοι σοβαρά άτομα και ασκούν το καθήκον τους, προστατεύοντας τον πολίτη και διασφαλίζοντας την δημόσια τάξη.

Αυτά ήταν πάνω κάτω τα δυσάρεστα νέα μαζί με την ανακοίνωση της μετονομασίας της Χρυσής Αυγής σε Εθνική Αυγή σε περίπτωση αποκλεισμού της από τις εκλογές.

Τα ευχάριστα νέα είναι ότι κάηκαν κάτι διόδια στη μαλακάσα, ότι κάποιοι αγρότες ξεκίνησαν απεργίες με μπλόκα σε δρόμους και ότι δραπέτευσε ο Κ. Σακκάς. Και από ότι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ θα πάρουν τον πούλο στις επερχόμενες εκλογές.


Η ακύρωση του κοινού

«Μα γιατί τόσες διαψεύσεις;» Την απορία εξέφραζε τις προάλλες μια διεθνής ομάδα ερευνητών που παρακολουθούν την καταστροφική επίδραση που έχει η παρατεταμένη λιτότητα στην ελληνική δημόσια υγεία. Όσα στοιχεία έρχονται στη δημοσιότητα αποδεικνύοντας τη δραματική αλλαγή βασικών μεγεθών τα τελευταία χρόνια (από το προσδόκιμο ζωής μέχρι τον αριθμό αυτοκτονιών, την κατακόρυφη αύξηση της χρήσης ναρκωτικών ή την αύξηση των ανθρώπων που δεν περιθάλπονται όπως πρέπει), αντί να αντιμετωπίζονται από τους επίσημους ελληνικούς φορείς ως βάση πολιτικού προβληματισμού, ή έστω ως επιχειρήματα στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα, γίνονται αντίθετα αντικείμενο αρχικής διάψευσης. Σε δεύτερη φάση, κάποτε χρησιμοποιούνται παραλλαγμένα ή παρερμηνευμένα για εσωτερική κατανάλωση, ώστε να ενισχύσουν τη φοβία του πληθυσμού και την αίσθηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Έτσι αποφεύγεται η συζήτηση για τους δείκτες υγείας, για την υγεία δηλαδή ως δημόσιο αγαθό, και εκτρέπεται αντίθετα σε αντιπαραθέσεις που αφορούν εξατομικευμένες πολιτικές, ευθύνες, και εντέλει περίθαλψη. Συζητάμε τη δημόσια υγεία από τη μια με βάση τις sui generis απόψεις υπουργών με εντελώς προσωπική ατζέντα (Λοβέρδος, Άδωνις). Κι από την άλλη ως μια ατομική σύμβαση που σε κάποιους βγαίνει, σε κάποιους δεν βγαίνει, και σε κάποιους άλλους θα βγει αν προσπαθήσουν λίγο περισσότερο. «Εντάξει, μπορεί η χώρα να μην έχει πια τη δυνατότητα να δώσει στον καρκινοπαθή το φάρμακο που χρειάζεται, αλλά θα πρέπει ο άνθρωπος αυτός να μπορεί να πάει σε ένα νοσοκομείο τουλάχιστον με αξιοπρέπεια» έλεγε γνωστός παρουσιαστής ειδήσεων τις προάλλες. Προσέξτε πώς η συζήτηση εξατομικεύεται. Το ζήτημα δεν είναι το επίπεδο κάλυψης ή οι αρχές που το ορίζουν, αλλά η ιστορία του ενός, που, τι να κάνουμε, δεν φτάνουν τα λεφτά για να πάρει το βασικό φάρμακό του, ας έχει όμως τουλάχιστον πρόσβαση σε ένα νοσοκομείο όπου θα μπορεί να πεθάνει. Το δημόσιο αγαθό και η δημόσια διαχείρισή του μεταμορφώνονται και εννοιακά και πραγματιστικά: δεν υπάρχουν πια δημόσιοι τόποι της υγείας, όμως εξασφαλίζεται, ως το ωραίο μίνιμουμ, ο κοινόχρηστος χώρος ενός ιδιωτικού θανάτου.
Τα πράγματα θα μπορούσαν, βεβαίως, να είναι αλλιώς. Στην πρόσφατη μελέτη τους Γιατί η λιτότητα σκοτώνει, οι Ντέιβιντ Στάκλερ και Σανζάι Μπάσου χρησιμοποιούν ως αντιπαράδειγμα της Ελλάδας την Ισλανδία. Ενώ στην Ελλάδα η λιτότητα φέρνει μια τρομερή πτώση των δεικτών υγείας σε όλους τους τομείς (κάνει δηλαδή έναν πληθυσμό να αργοπεθαίνει), στην Ισλανδία κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, πολύ απλά διότι πάρθηκε νωρίς η πολιτική απόφαση να μην πειραχτεί το δημόσιο σύστημα υγείας, όποια και αν ήταν η οικονομική κατάσταση του κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι και σ’ αυτό τον τομέα, όπως και σε πολλούς άλλους (την ανάλυση και τη δημόσια απόδοση, για παράδειγμα, των ευθυνών για την κρατική χρεοκοπία) στην Ισλανδία λειτούργησε κάτι που στην Ελλάδα της κρίσης εξαρχής υπονομεύθηκε και ακυρώθηκε. Η αίσθηση του δημοσίου, η αξίωση του συλλογικού και του κοινού.
Η ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτό το παράδειγμα είναι ευρύτερη και ορίζει την πολιτική στιγμή στην Ελλάδα σήμερα. Γινόμαστε μάρτυρες μια συνεχούς απαξίωσης της έννοιας του δημόσιου αγαθού από πολλές πλευρές και με πολλούς τρόπους. Κοντά στην υγεία, η παιδεία, οι εργασιακές σχέσεις, η διαχείριση της δημόσιας σφαίρας (ΜΜΕ, τεχνολογίες ενημέρωσης, πλατφόρμες επικοινωνίας), οι πλουτοπαραγωγικές πηγές, το περιβάλλον, η πολιτιστική πολιτική. Καθώς το Δημόσιο ως σύστημα διαχείρισης δαιμονοποιείται ως αενάως αντιπαραγωγικό και κοστοβόρο, κάτι πολύ πιο βαθύ, η έννοια του δημοσίου, εντέχνως ακυρώνεται. Και την ίδια στιγμή εξατομικεύεται. Το ζήτημα δεν είναι η κοινή παιδεία και ο τρόπος που τη μοιραζόμαστε, οι συλλογικές συμβάσεις και το πώς περιφρουρούμε την ανθρώπινη εργασία, οι δημόσιες συχνότητες και ο τρόπος που τις αναθέτουμε και διασφαλίζουμε την κοινότητα στην πρόσβαση, το δημόσιο πολιτιστικό αρχείο και ο τρόπος που το διατηρούμε. Το ζήτημα, αντίθετα, είναι η βελτίωση της ατομικής μας σχέσης με μια διαχείριση που μας επαναλαμβάνουν ότι είναι προβληματική, πρέπει να μεταρρυθμιστεί, και τυγχάνει προς το παρόν δημόσια.
Το δημόσιο, μας λένε, δεν λειτουργεί, όμως αφού το καταρρακώσουμε κι άλλο, θα δώσουμε στον κάθε έναν από εσάς μια πολύ καλύτερη υπηρεσία. Μπορεί, για παράδειγμα, κάθε έννοια κοινού αγαθού να γίνεται κουρέλι, να παραχωρούνται δημόσιες συχνότητες αδιαφανώς, να έχουν γίνει φαρ ουέστ οι επικοινωνίες, να λειτουργούμε σε καθεστώς εκτεταμένης προπαγάνδας, να υπονομεύεται η ελευθερία του λόγου, εντούτοις, σε πολύ λίγο, ο καθένας από σας θα έχει δωρεάν ίντερνετ. Αναφέρομαι εδώ στη γνωστή, προσωπική δέσμευση («το έχω ψάξει») του πρωθυπουργού Σαμαρά ότι «σε ένα χρόνο θα δώσουμε δωρεάν WiFi σε όλη την Ελλάδα». Ας την κρατήσουμε στο μυαλό μας, όσο θα προσπαθούμε να δούμε το πλαίσιό της.
Γιατί πλαίσιο εν προκειμένω είναι μια διεθνής νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Σε πρώτη φάση υπονομεύεται η έννοια του δημόσιου και εκθειάζεται η σημασία της αγοράς. Σε δεύτερη φάση η σχέση μας με τα δημόσια αγαθά εξατομικεύεται. Και σε μια τρίτη φάση, η εξατομικευμένη αυτή σχέση φαίνεται πολύ λογικό ότι πρέπει και να ιδιωτικοποιηθεί, να διαμορφωθεί δηλαδή, απολύτως, με τους όρους της αγοράς. Στη λογική αυτή ακολουθία, αυτό που χάνεται μια και καλή είναι η έννοια του δημοσίου, η διάσταση του κοινού. Το πιο απλό παράδειγμα για να καταλάβει κανείς τη στρατηγική αυτή είναι η ανώτατη παιδεία. Εκθειάζεται και επιβάλλεται, εδώ και χρόνια, η ανάγκη σύνδεσης της παιδείας με την αγορά, του πτυχίου με συγκεκριμένη επαγγελματική αποκατάσταση, των πανεπιστημιακών μαθημάτων με την παροχή συγκεκριμένων δεξιοτήτων. Η σχέση με την παιδεία έτσι εξατομικεύεται: ψάξε κι εσύ να βρεις το πανεπιστήμιο που θα σου μάθει καλύτερη δουλειά και θα σε κάνει ανταγωνιστικότερο, δες την επιλογή ανώτατης παιδείας ως μέρος του ανταγωνισμού στον οποίον αυτή θα σε κάνει να εισέλθεις επιτυχέστερα. Λογικό επακόλουθο, σου λένε μετά: γιατί να πληρώνουμε όλοι την παροχή δεξιοτήτων σε μερικούς; Γιατί να πληρώνει ο υδραυλικός τα μαθήματα του μελλοντικού δικηγόρου; Το επιχείρημα αυτό ήταν το βασικό που χρησιμοποιήθηκε στην Αγγλία για την εισαγωγή όλο και υψηλότερων διδάκτρων στα πανεπιστήμια, και τη μεταμόρφωση της δημόσιας ανώτατης παιδείας της χώρας ουσιαστικά πλέον σε ιδιωτική.
Μιλάμε λοιπόν για μια πορεία που πρέπει να περιγράφεται, σε στάδια, ως εξής: απαξίωση (του κοινού αγαθού),εξατομίκευση (της σχέσης με αυτό), ιδιωτικοποίηση. Τρία στάδια που χρησιμοποιούνται για να στηρίξουν την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού σε πολλές χώρες και με διαφορετικούς ρυθμούς· στη Βρετανία η διαδικασία έχει πάρει πια τρεις δεκαετίες· στην εργαλειακή Ελλάδα όλα τα στάδια, απαξίωση/εξατομίκευση/ιδιωτικοποίηση, φαίνεται σαν να πρέπει να γίνουν εντός εξαμήνου (όπως έδειξε η περίπτωση της ΕΡΤ και δείχνει τώρα η περίπτωση νοσοκομεία/φάρμακα/ΕΣΥ), γι’ αυτό και καθίστανται και τόσο εμφανή.
Υπάρχουν όμως δύο παράμετροι που συνήθως δεν προσέχουμε σε αυτήν τη διαδικασία. Η πρώτη είναι ότι το δημόσιο δεν καταργείται εντελώς, όσο κι αν καταργούνται οι διαστάσεις και η παρεμβατικότητά του. Ίσα ίσα: φροντίζουν ώστε να παραμένει νεκροζώντανο. Όχι ως μέγιστος κοινός παρανομαστής, αλλά ως ελάχιστος κοινός διαιρέτης. Όχι ως το καλύτερο που θα μπορούσε να υπάρξει, αλλά ως το λιγότερο που μπορεί να σταθεί. Το πιο αναξιόπιστο. Το πλέον απευκταίο. Το αναγκαίο ασπρόμαυρο, η ιδιωτικοποιημένη εκδοχή του οποίου θα είναι το έγχρωμο. Το προβληματικό, η λειτουργική εκδοχή του οποίου θα βρίσκεται πάντα αλλού (στο Βορρά, στις χώρες των δανειστών, στην πραγματική Ευρώπη, στον ουτοπικό λόγο των πολιτικών). Το βαλτωμένο και ως εκ τούτου βρώμικο, από το οποίο θα μας λένε ότι πρόκειται να μας ξεπλύνουν οι νέες πολιτικές διαχείρισης που κατά καιρούς θα μας προτείνονται. Λέγοντάς μας, παράλληλα, ότι τα νάματα στα οποία θα μας ξεπλύνουν, θα ανήκουν σε μια νέα κοινοτικότητα, ουτοπική μεν προς το παρόν, στο μέλλον όμως καλοδιαχειριζόμενη, ομοιογενή και ομοιοευτυχή.
Αυτή είναι και η ουσιαστική σημασία όλων των διακηρύξεων τύπου «όλη η Ελλάδα ένα ατέλειωτο WiFi», κάθε Έλληνας τον γιατρό του, κάθε Ελληνόπουλο ένα Χάρβαρντ, κάθε βιβλίο εθνικής ιστορίας κι ένα περήφανο εθνικό υποκείμενο, κάθε κινητό κι ο άνθρωπός του, κάθε ταυτότητα και τα δικαιώματά της, και κάθε ενημερωνόμενος την ενημερωτική του ατζέντα. Υπάρχει, με άλλα λόγια, μια διαρκής υπόμνηση μιας νέας φαντασιακής κοινοτικότητας, που μικροτεχνείται σήμερα για να στηρίξει το κατ’ ουσίαν αντίθετό της, τη λειτουργική απαξίωση του κοινού. Όλοι μαζί, μας λένε, θα τα καταφέρουμε. Με το ίντερνετ, τα νεκροταφεία και τους ομιλούντες δέκτες μας. Όλοι μαζί.
Η πολιτική λειτουργία αυτής της ψευδοκοινοτικής μελλοντικότητας δεν πρέπει να υποτιμηθεί· είναι υπόγεια και απίστευτα διαβρωτική. Από τη μια ανταγωνίζεται ευθέως κάθε προσπάθεια επιστροφής της συζήτησης σήμερα στο ζήτημα του κοινού αγαθού και στους όρους της συλλογικότητας – η ψευδοκοινοτική μελλοντικότητα στόχο έχει να καταστήσει το κοινό της απρόθυμο να λειτουργήσει συλλογικά. Από την άλλη, βοηθά την ανάδυση του φασισμού ως βασικού ρυθμιστικού παράγοντα του συστήματος που γυρεύει να επιβάλει. Σαν το κουμπί του ριστάρτ στο μόντεμ για το (δωρεάν) ίντερνετ, ο φασισμός, όσο κι αν δεν φαίνεται, γίνεται όλο και πιο πολύ σήμερα η ασφαλιστική δικλείδα του συστήματος απαξίωση/εξατομίκευση/ιδιωτικοποίηση. Εξασφαλίζει: ως αναγκαίο φόβητρο, την παρουσίαση του συστήματος αυτού ως μόνης λύσης· κι ως αναγκαίο υποσυνείδητο, την εικόνα μιας παθητικής κοινοτικότητας που χρειάζεται το σύστημα αυτό για να μακροημερεύσει.
Πηγή: http://artfullyonsaturday.wordpress.com
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 24

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Σκοινάκι

Πριν από χρόνια σε μια παρέα –παρέα άλλων εποχών κι άλλων διαθέσεων, μα αυτό είναι άλλο ζήτημα– έγινα μάρτυρας, θυμάμαι, ενός ξεχωριστού καυγά. Στη σύνθεση της παρέας κυριαρχούσαν άνθρωποι που κινούνταν στο χώρο του κινηματογράφου, γεγονός που με ενοχλούσε κάπως, καθότι όποιος τους έχει συναστραφεί γνωρίζει πως οι διαπρύσιοι σινεφίλ έχουν τη φρικτή συνήθεια να αντιστοιχούν κάθε περιστατικό της ζωής με μια σκηνή από ταινία, έτσι που ακόμη κι αν απλώς έχει μουδιάσει το πόδι σου και σηκωθείς από την καρέκλα κουτσαίνοντας λιγάκι, κάποιος θα σου πει, έστω κι αν είσαι 120 κιλά και γενειοφόρος, πως του θυμίζεις την Πάιπερ Λόρι στο Hustler. Από τις ευάριθμες εξαιρέσεις στον κανόνα των κινηματογραφικών παραγόντων ήταν ένας συνταξιούχος δικηγόρος, το πάλαι ποτέ ειδικευμένος σε υποθέσεις της εκκλησίας, πότης και καλοφαγάς, θεοσεβούμενος αλλά φοβερός βωμολόχος και φωνακλάς, και συνάμα αθεράπευτα βασιλόφρων.

Τη βραδιά εκείνη, λοιπόν, οι κινηματογραφικοί παράγοντες για μία ακόμη φορά είχαν χαθεί στον συνήθη κατακλυσμό από trivia, όταν ο βασιλόφρων δικηγόρος εξεράγη:
«Λέτε όλοι μαλακίες!» φώναξε. «Αυτά για τα οποία συζητάτε είναι μαλακίες! Δεν είναι σενάρια αυτά. Θέλετε σενάριο; Θα σας πω εγώ σενάριο!»
Καθώς ξεκίνησε να αφηγείται, λίγο λίγο η φωνή του επέστρεψε σε ήπιο τόνο. Και δεν ήμουν ο μόνος που, αν και ξεκίνησε να τον ακούει περισσότερο ως ευπρόσδεκτη ανάπαυλα στην πλήξη, παρασύρθηκε.
«Κοντά στο χωριό μου» είπε «μια φορά κάτι αντάρτες είχαν σκοτώσει έναν αξιωματικό. Ήρθε λοιπόν, λίγες μέρες μετά, μια ομάδα στρατιωτών, μάζεψε καμιά σαρανταριά, τους έβγαλε λίγο έξω από το χωριό, και τους έβαλε να σκάψουν έναν μεγάλο λάκκο. Μετά τους έδεσε ολόγυρα μ’ ένα σκοινί και τους έστησε στο χείλος του λάκκου, έτσι ώστε όποιος πέφτει να τραβήξει μαζί του και τον άλλον, οι σκοτωμένοι με τους μισοζώντανους. Οι στρατιώτες πυροβόλησαν κι έφυγαν.
Όσο γινόταν η προετοιμασία και η εκτέλεση, ένα κορίτσι από το χωριό κρυβόταν λίγο παραπέρα, πίσω από κάτι βράχια. Όταν έφυγαν οι στρατιώτες, κατέβηκε στον λάκκο και, σπρώχνοντας τα πτώματα, σιγά σιγά ξετύλιξε το σκοινί.
Πίσω στο χωριό, ο κεντρικός δρόμος ήταν έρημος και κυριαρχούσε θανατερή ησυχία. Κι ύστερα, ξαφνικά, ακούστηκε ένας ρυθμικός θόρυβος, σαν από βήματα –πατ, πατ, πατ, πατ– κι έπειτα ξανά – πατ, πατ. Δεν ξέρω πόσοι το θυμούνται, πόσοι τολμούσαν να κρυφοκοιτάξουν από τις γρίλιες, πίσω από τα κλειστά πατζούρια, αλλά εγώ δεν θα το ξεχάσω: ένα κορίτσι να πηδάει σκοινάκι, ολομόναχο, στον έρημο δρόμο του χωριού. Το ίδιο κορίτσι. Το ίδιο σκοινί.
«Πώς σας φάνηκε;»
Θυμάμαι, βουβαθήκαμε για αρκετή ώρα.
(Τι μου ήρθε τώρα και τα γράφω αυτά, τι σχέση έχουν με οτιδήποτε; Ίσως καμία. Νομίζω, ωστόσο, ότι η φρίκη είναι πια τόσο ορατή, ο ζόφος τόσο ολοκληρωτικός, που πρέπει κάποιος, κάπου, κάπως, να κάνει κάτι άλλο, να αλλάξει τον τρόπο συζήτησης, να εστιάσει σ’ ένα σημείο όπου δεν κοιτάζουμε, να επιλέξει –ως σινεφίλ μιλώντας, πάντα– ένα νέο σημείο θέασης. Πρέπει να αρπάξουμε αυτά τα μικρά πράγματα, τα θρύψαλα της τραγωδίας, και μ’ αυτά να διεκδικήσουμε χώρους. Πρέπει να θυμηθούμε.)
___
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 24