Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Το κοριτσάκι με το μαγκάλι


Όσο ο Δεκέμβρης προχωρούσε, τα βράδια περνούσαν όλο και πιο δύσκολα. Όχι ότι οι μέρες ήταν λιγότερο βασανιστικές πια, καθώς το κρύο γινότανε όλο και πιο τσουχτερό. Ετοιμάστηκε να φύγει για το σχολείο της, άπλωσε τα χεράκια της που είχαν ξυλιάσει από το κρύο για να τα ζεστάνει στο μαγκάλι, φόρεσε τα γάντια της και πήρε το δρόμο. Όλα τα παιδιά στο σχολείο ανυπομονούσαν για τον ερχομό των Χριστουγέννων, δεν ανυπομονούσαν όμως το ίδιο και για τον ερχομό του χιονιά και των πρώτων παγωμένων ημερών του χειμώνα. Τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα τη χρονιά αυτή και μπορούσε να το διακρίνει κάποιος στα πρόσωπα των παιδιών, όσο και των καθηγητών. Η οικονομική κρίση είχε γίνει ένα καθημερινό θέμα συζήτησης και κομμάτι της ζωής και της καθημερινότητας των περισσοτέρων. Από το σχολείο είχαν απολυθεί κάποιοι από τους αγαπημένους καθηγητές της και ο σχολικός φύλακας. Το σχολείο της που τόσο το αγαπούσε, δεν έμοιαζε να είναι το ίδιο φέτος και δεν προσέφερε την ίδια ζεστασιά και θαλπωρή με άλλες χρονιές, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά. Τα καλοριφέρ άναβαν λίγο μόνο τις πρώτες ώρες του μαθήματος για οικονομία ενώ  την υπόλοιπη ημέρα όλοι σχεδόν έκαναν μάθημα φορώντας τα μπουφάν τους, που τα έβγαζαν μόνο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος που έπαιζαν κυνηγητό, ίδρωναν και τα μάγουλα τους γίνονταν κατακόκκινα.

Η ώρα όμως κυλούσε πολύ γρήγορα, το μεσημέρι έφτανε και η επιστροφή στο σπίτι ήταν πάντα δύσκολη, σαν μία δύναμη να την κρατούσε πίσω στο σχολείο πάντα. Περπατώντας σκεφτόταν τις ωραίες στιγμές που περνούσε κάθε μέρα και χαμογελούσε μόνη της. Σκεφτόταν παράλληλα μήπως κάποιος την παρεξηγούσε βλέποντας την να περπατά και να γελά έτσι μοναχή. Φτάνοντας όμως στο σπίτι, το χαμόγελο της κοβόταν. Το δωμάτιο της ήταν σκοτεινό και ελάχιστο φως έμπαινε από το παράθυρό που έβλεπε στον φωταγωγό της πολυκατοικίας. Όταν το βράδυ έπεφτε καθόταν με τη μητέρα της γύρω από το μαγκάλι για να ζεσταθούν και διάβαζαν μαζί, με το φως των κεριών. Καμιά φορά έλεγαν ιστορίες και παραμύθια. Αγαπημένη της ιστορία τον τελευταίο καιρό ήταν το "Κοριτσάκι με τα σπίρτα" του Κρίστιαν Άντερσεν. Κοιτώντας το μαγκάλι πολλές φορές έκανε όνειρα τα οποία ζωντάνευαν και πραγματοποιούνταν κάθε φορά που την έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά της μητέρας της, όπως το κοριτσάκι με τα σπίρτα ονειρεύονταν ανάβοντας το κάθε σπίρτο το ένα μετά το άλλο. Μόνο που αυτή είχε και τη μητέρα της.

Κάποια χιλιόμετρα μακρυά, στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, στα γραφεία της παράταξης της Νέας Δημοκρατίας, ο κύριος Μ. καθότανε στον υπολογιστή του, σερφάροντας στα κοινωνικά δίκτυα και σχολιάζοντας την πολιτική επικαιρότητα της χώρας. Ήταν ένας από τους στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού που στήριζε με πλήρη αφοσίωση τη βάναυση πολιτική που ταλαιπωρούσε τα μεσαία και τα χαμηλά  κοινωνικά στρώματα. Αυτοί δε το έβλεπαν έτσι κι αλλιώς ή έκαναν ότι δε το έβλεπαν. Σε τέτοιο βαθμό αδιαφορούσε και φανατιζόταν παράλληλα, που του είχε γίνει εμμονή το όλο θέμα και κατηγορούσε με όποιο τρόπο μπορούσε του πολέμιους της κυβέρνησης απ' όπου κι αν προέρχονταν καταφεύγοντας ακόμα και στο ψέμα και την προπαγάνδα προκειμένου να περάσει τις απόψεις του και τα κατάφερνε πολύ καλά. Είχε αποκτήσει έτσι ένα κύκλο πιστών ακολούθων της κυβερνητικής πολιτικής και άφηνε το αποτύπωμα του με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο σε αυτήν. Τα λέφτα έτσι κι αλλιώς ήταν πάρα πολλά και έπρεπε να προστατέψει τη θέση του με όποιον τρόπο μπορούσε. Σηκώθηκε από την καρέκλα του, έκλεισε το air- codition και ήπιε μία τελευταία γουλιά καφέ. Την κούπα του την είχε ακουμπήσει σε ένα φάκελο που βρίσκονταν μέρες παρατημένος στο γραφείο του. Τον άνοιξε από περιέργεια και χασκογέλασε κοιτώντας τον, κάνοντας παράλληλα αστειάκια με τον συνάδελφό του. Ο φάκελος πετάχτηκε στα σκουπίδια. Ήταν ένας λογαριασμός της ΔΕΗ, για χρέη μηνών του γραφείου της Ν.Δ. που άγγιζαν το μισό εκατομμύριο ευρώ. Δεν τους ένοιαζε όμως και δεν όφειλαν να το πληρώσουν. Έτσι κι αλλιώς αυτοί είχαν την εξουσία. Το ρεύμα δεν θα το έκοβαν ποτέ από τη Ν.Δ. μόνο στους απλούς πολίτες θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Μπήκε στο ακριβό του αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το σπίτι του.

Την ίδια ώρα η μητέρα του κοριτσιού ετοίμαζε το μεσημεριανό τους στο γκαζάκι. Στο τραπέζι είχαν ξεμείνει κάτι παλιά αποκόμματα από εφημερίδες. Τρώγοντας τα τηγανιτά αυγά της μητέρας της καθόταν και διάβαζε τα μεγάλα γράμματα των πρωτοσέλιδων που μιλούσαν για πρωτογενές πλεονάσματα, για επενδύσεις, επιχειρήσεις και το success story του πρωθυπουργού που θα έφερνε την ανάπτυξη στη χώρα. Όμως στο σπίτι της, σκεφτόταν ότι δεν είχαν καν ρεύμα και θέρμανση. Η μητέρα της πάλευε κάθε μέρα για να την θρέψει και δεν τα έβγαζε πέρα. Τι είναι αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα και σε τι θα την βοηθούσε; Χρόνια τώρα άκουγε η μητέρα παρόμοια πράγματα άλλα πάντα τα ίδια.

Γυρνώντας από το γραφείο του ο κύριος Μ. βρήκε έτοιμο φαγητό που του είχε ετοιμάσει η οικιακή βοηθός και το σπίτι ήταν πεντακάθαρο. Η γυναίκα του τον περίμενε στην τηλεόραση βλέποντας τα μεσημεριανά κουτσομπολίστικα και τα παιδιά του μόλις είχαν επιστρέψει από το ιδιωτικό σχολείο και έπαιζαν στην παιχνιδομηχανή στο δωμάτιο τους. Ο Μ. αφού έφαγε και πλήρωσε την οικιακή βοηθό, που ήταν από το Μπαγκλαντές, κάθισε με τη γυναίκα του και άρχισε να συζητά για τα θέματα της επικαιρότητας που αφορούσαν τους μετανάστες και τα νέα νομοσχέδια που θα περνούσαν από τη βουλή με τον αντιρατσιστικό νόμο. Αφού έβγαλε όλη τη χολή του κατά των μεταναστών, γλάρωσε και ο ύπνος άρχισε να τον παίρνει γλυκά υπό τη μουσική υπόκρουση του δελτίου ειδήσεων του αγαπημένου του μεγάλου καναλιού.

Η πόρτα χτύπησε δυνατά και η μητέρα έτρεξε βιαστική. Θα πήγαινε να πάρει ένα τηλέφωνο στην πατρίδα της. Το καρτοτηλέφωνο βρισκόταν λίγο πιο μακρυά από το σπίτι της και μία φίλη της πέρασε για να πάνε παρέα. Είχαν καιρό να μιλήσουν με τους δικούς τους. Η μητέρα φίλησε στο μέτωπο το κορίτσι το οποίο καθόταν στην πολυθρόνα απέναντι από το μαγκάλι διαβάζοντας τα σχολικά της βιβλία. Μόλις η μάνα έκλεισε την πόρτα το κορίτσι έκανε στην άκρη τα βιβλία της και άρχισε να χαζεύει τα ξύλα που καίγονταν μπροστά της. Σκεφτόταν πάλι τις παρέες της και τις στιγμές που περνούσαν μαζί στο σχολείο και όλα τα όνειρα τα οποία έκαναν μαζί. Η ζεστασιά ήταν τόσο γλυκιά, που κάθισε άνετα στον καναπέ και τα μάτια της άρχισαν να τρεμοπάιζουν. Οι φίλοι της έρχονταν όλο και πιο κοντά και η αυλή του σχολείου βρέθηκε στο σπίτι της. Ο ύπνος γινόταν όλο και πιο βαθύς, οι φωνές όλο και πιο δυνατές, τα γέλια ηχούσαν ξανά στα αυτάκια της, τα μάγουλά της πήραν εκείνο το ροδοκόκκινο χρώμα και η νύχτα αναμένονταν πιο μεγάλη από ποτέ...

Ο κύριος Μ. τινάχτηκε ταραγμένος από ένα τρομαχτικό όνειρο. Ανοίγοντας τα μάτια του διάβασε στις ειδήσεις για το θάνατο ενός κοριτσιού στη Θεσσαλονίκη από μαγκάλι. Αμέσως έκλεισε την τηλεόραση και γύρισε πλευρό. Άρχισε να βλέπει τον ίδιο εφιάλτη. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι από την κρίση, που έχουν φτάσει στα άκρα, που τα έχουν ξεπεράσει ή που τους οδήγησαν να τα ξεπεράσουν. Που άφησαν τα σπίτια και την παρτίδα τους, που άφησαν τον κόσμο αυτό, που έχουν αυτοκτονήσει, που έχουν πεινάσει, που πέθαναν από πιστόλια αστυνομικών ή από μαχαίρια φασιστών. Ανάμεσα τους ένα κορίτσι έπαιζε κυνηγητό και έτρεχε μαζί με άλλα μικρά παιδιά. Κάθε βράδυ οι σκέψεις του θα ήταν στοιχειωμένες από ίδια άτομα που χόρευαν όλα μαζί μέσα στο μυαλό και γύρω από τον κύριο Μ, που έβαλε το χεράκι του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

*(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα ή καταστάσεις δεν είναι τυχαία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου